Οικτίροντας
—————————
Έρπω στον αιώνιο τοίχο
της μονότονης επανάληψης, ενός αέναου είναι.
Σκώληκες κατατρώγουν τα σωθικά του όφεως,
που παραπλάνησε τον Αδάμ και την Εύα,
σε έναν δεύτερο παράδεισο.
Εκεί,
η θάλασσα,γίνεται ένα με το διάστημα,
φυσαλίδες ονείρων, που παρέκαμψαν την κόλαση,
κι’ο Ουρανός μεταπράτης έμπορος της μοναξιάς μας,
σε ένα ανέλπιδο δειλινό, κατακόκκινος αρμενιστής
γεμάτος γκρίζα και μαβί σύννεφα.
Σκοντάφτουν τα όνειρα στα σύννεφα,
αναστατωμένα φιλούν, και εναγκαλίζονται
το μπλε του το ένδυμα,
ένα άδειο σύννεφο
κι’ένα γεμάτο όνειρο υπέρβαρο από προσδοκία κι’ελπίδες.
Εκεί,
στο μετέωρο βήμα των ονείρων,
ένας άγγελος προσπαθεί να αυτοκτονήσει,
απαρνούμενος την αθανασία του
μέσα σε μιας μελανής οπής σπείρα τον βρόγχο.
Ο Θεός δεν υπάρχει φωνάζουν οι άνθρωποι,
βουτηγμένοι στη λάσπη και στα λύματα των πόλεων.
Το φως είναι πλάνη κραυγάζει ο άγγελος,
αστρική αυταπάτη,
στην αόρατη δωδεκάδα των κινούμενων διαστάσεων.
Το ρολόι της πλάνης του χρόνου
δείχνει μεσάνυχτα.
Κουλουριασμένη μια ημίγυμνη γυναίκα
ψυχορραγεί στον σταθμό με τα τραίνα,
πάνω στα κοκαλιάρικα χέρια ενός γραφέα
διακορευτή της συνείδησής της,
μετρητή του ρακένδυτου πόνου της.
Μια πυρκαγιά ξεσπά απ’την γέεννα του σκότους,
στο προαύλιο των ευαίσθητων τρελών,
κατακαίοντας κουφάρια,
περιθώρια σαν κάρβουνο,κοινωνίας παρείσακτων,
μιας αναίσθητης αυταπάτης λογικών σπηλαιοανθρώπων.
Ξαναμμένες παρθένες πιο πέρα, ηδονίζονται με το θέαμα,
της πυράς που τις καίει, στερημένες από έρωτα.
Ω! Περήφανοι έφηβοι με την στύση ματωμένη,
σαν την πολεμική κραυγή του αγγέλου
που αρνήθηκε παράδεισο,
απαγχονίστε επιτέλους τα αιδοία της υποκρισίας τους.
Ας απολαύσουν την τελευταία μετάληψη
του Αγίου αγγέλου,
μέσα στο σπαραχτικό κλάμα της ζωφόρου της ζωής,
κάποιας ανήλικης οδαλίσκης, κάποιο βράδυ σπερμάτων
σε έναν δρόμο φοβέρας πασπαλισμένο ηδονή,
που μυρίζει γι’αυτές καμμένη σάρκα,
σαν λάδι κι’αγίασμα που καίγεται σε πλάκα λευκοσίδηρου.
—
Βασίλης Σπανός ©