ΚΙΤΡΙΝΗ ΣΦΑΙΡΑ
ΚΙΤΡΙΝΗ ΣΦΑΙΡΑ Κίτρινη πόλη που βουλιάζεις. Πιάσ’ το πιστόλι, μη τρομάζεις. Πάτα σκανδάλη, μη δειλιάζεις. Στο δολοφόνο τώρα μοιάζεις. Κίτρινο δέρμα ζωγραφίζεις. Φτάνεις στο τέρμα και σφυρίζεις. Ρίχνεις το κέρμα…
ΚΙΤΡΙΝΗ ΣΦΑΙΡΑ Κίτρινη πόλη που βουλιάζεις. Πιάσ’ το πιστόλι, μη τρομάζεις. Πάτα σκανδάλη, μη δειλιάζεις. Στο δολοφόνο τώρα μοιάζεις. Κίτρινο δέρμα ζωγραφίζεις. Φτάνεις στο τέρμα και σφυρίζεις. Ρίχνεις το κέρμα…
ΜΠΡΟΣ ΣΤΙΣ ΡΑΓΕΣ Δειλή μπρος στις ράγες να βλέπω το τρένο που σε παίρνει μακριά. Κι εγώ δεν ξέρω αν φεύγω ή αν μένω, μα ξέρω πως ο χρόνος κυλά.…
Μέθα
Ἂν κάποτε στὰ σκαλιὰ ἑνὸς παλατιοῦ, στὸ πράσινο γρασίδι |
Μεθύστε Πρέπει νά ῾σαι πάντα μεθυσμένος. Καὶ ἂν μερικὲς φορές, στὰ σκαλιὰ ἑνὸς παλατιοῦ, -Εἶναι ἡ ὥρα νὰ μεθύσετε! Γιὰ νὰ μὴν εἴσαστε οἱ βασανισμένοι σκλάβοι τοῦ Χρόνου, Μὲ κρασί, μὲ ποίηση ἢ μὲ ἀρετή, ὅπως σᾶς ἀρέσει. |
Σαρλ Μπωντλαίρ
ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΟΙ Περπατούσα δίπλα σου. Κι ένιωσα να περπατάς απέναντι μου. Δειλά. Μιλούσα με λέξεις κοφτές. Κι ένιωσα να μιλάς με ατέλειωτες προτάσεις. Δειλά. Κάθισα απέναντι σου. Κι ένιωσα να κάθεσαι…
ΑΠΛΩΘΗΚΕ ΤΟ ΧΙΟΝΙ
(Μυρτιώτισσα)
Απλώθηκε το χιόνι απαλά
Και σκόρπισε τριγύρω τη γαλήνη.
Με τη βροχή δε μοιάζει, που κυλά
Κ’ είναι σα να ξεσπούνε θρήνοι,
Από καρδιές γυναίκειες που πονούν
Μα δε βαστάνε πια τον έρωτά τους,
Και ξάφνου θέλουν όλα να τα πουν
Με τα παθητικά τα δάκρυά τους….
Και πότες ανταριάζεται η Βροχή
Και κλαίει γι’ αυτούς που μίσεψαν, και κλαίει,
Και πότες μιας γριούλας γίνεται φωνή
Και λέει τα παραμύθια της, και λέει….
Μα είναι κάτι λύπες, που αφορμή
Καμιά δεν τις γεννά, και πιο σκληρές είν’ απ’ τις άλλες
Τις νύχτες του Χινόπωρου η Βροχή,
Τις τραγουδεί με τις αριές, βαριές της στάλες.
Γιομάτο αλήθεια χάρη κι αρχοντιά
Το χιόνι, όλο τον κόσμο συνεπαίρνει
Μα εγώ λατρεύω τη Βροχή, που όταν ξεσπά
Σα μεθυσμένη στ’ όνειρο με σέρνει…
ΔΕΣΜΙΟΙ ΟΝΕΙΡΩΝ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ) Υπάρχουν όμως και βράδια, που έξω απ’ το τζάμι λυσσομανάει ο άνεμος και ξεσηκώνει θύελλα μέσα μου. Τα φυλλοκάρδια μου βαράνε πάνω στα τείχη που έχτισε ο…
Το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα (Den Lille Pige med Svovlstikkerne) είναι ένα παραμύθι από τον Δανό ποιητή και συγγραφέα Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Η ιστορία αφορά στα όνειρα και στην ελπίδα…
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ
Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω πού, δεν ξέρω πότε, όμως τα βραδιά
κάποιος κλαίει πίσω από την πόρτα
κι η μουσική είναι φίλη μας – και συχνά μέσα στον ύπνο
ακούμε τα βήματα παλιών πνιγμένων ή περνούν μες
στον καθρέφτη πρόσωπα
που τα είδαμε κάποτε σ’ ένα δρόμο η ένα παράθυρο
και ξανάρχονται επίμονα
σαν ένα άρωμα απ’ τη νιότη μας – το μέλλον είναι άγνωστο
το παρελθόν ένα αίνιγμα
η στιγμή βιαστική κι ανεξήγητη.
Οι ταξιδιώτες χάθηκαν στο βάθος
άλλους τους κράτησε για πάντα το φεγγάρι
οι καγκελόπορτες το βράδυ ανοίγουνε μ’ ένα λυγμό
οι ταχυδρόμοι ξέχασαν το δρόμο
κι η εξήγηση θα ‘ρθει κάποτε
όταν δεν θα χρειάζεται πια καμία εξήγηση
Α, πόσα ρόδα στο ηλιοβασίλεμα – τι έρωτες Θεέ μου, τι ηδονές
τι όνειρα,
ας πάμε τώρα να εξαγνιστούμε μες στη λησμονιά.
ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΕΣ
Οι νύχτες του χειμώνα μεγαλώνουν κλέβοντας τις έγνοιες της μέρας
ο ποιητής χάνεται για μια λέξη, οι εραστές για μιαν απάντηση
οι αιχμάλωτοι απελευθερώνονται μ’ ένα μονάχα πυροβολισμό
το ουράνιο τόξο είναι η παράξενη αλληλογραφία ανάμεσα σε δυο καταφρονεμένους.
(Από τη συλλογή «Βιολέτες για μια εποχή»)