You are currently viewing Η αισθητική θεωρία του Πλωτίνου (Β’ μέρος)

Η αισθητική θεωρία του Πλωτίνου (Β’ μέρος)

Η αισθητική θεωρία του Πλωτίνου (Β’ μέρος)

Πώς περιγράφεται στις «Εννεάδες». Η διαφοροποίησή του από τους Στωϊκούς, η έννοια της Ιδέας. Σημεία συνάντησης και διαφοροποίησης από τον Πλάτωνα.

Η αισθητική θεωρία του Πλωτίνου (Β’ μέρος)

  • Πώς περιγράφεται στις«Εννεάδες».Η διαφοροποίησή του από τους
    Στωϊκούς, η έννοια της Ιδέας. Σημεία συνάντησης και διαφοροποίησης
    από τον Πλάτωνα.
    Ο στοχαστής προσπαθεί να καταρρίψει με την επιχειρηματολογία του τις
    απόψεις των Στωϊκών περί του κάλλους, σύμφωνα με τις οποίες, το
    κάλλος έγκειται στη συμμετρική αναλογία των επιμέρους συστατικών
    στοιχείων μίας συνολικής δημιουργίας, στην οποία προστίθενται οι
    χρωματικοί τόνοι, συμβάλλοντας στην αισθητική της αρτιότητα 1. Για
    τους απολογητές της στωϊκής φιλοσοφίας κανένα απλό αντικείμενο δε
    δύναται να είναι όμορφο per se, παρά μόνο ως μέλος μίας ευρύτερης
    σύνθεσης. Το μέτρο και η συμμετρικότητα των χαρακτηριστικών των
    αισθητών αντικειμένων τους προσδίδουν το κάλλος. Ο Πλωτίνος
    απορρίπτει την ιδιότητα της συμμετρίας ως αισθητικό αξίωμα και
    αποκλειστικό κριτήριο ομορφιάς και γενεσιουργό αιτία του κάλλους,
    αλλά γι’ αυτόν συνιστά συνέπεια και εκδήλωση της παρουσίας του. Το
    κάλλος απορρέει από την ενότητα, ως αποτέλεσμα της μέθεξης των
    αισθητών πραγμάτων σε κάποιο Είδος. Με την πλατωνική κατηγορία της
    μετοχής ή της μεθέξεως νοείται η σχέση των φαινομένων με τις ιδέες ή οι
    σχέση των ιδεών μεταξύ τους, εκφράζοντας το σύνδεσμο του μερικού με
    το καθολικό, του σχετικού με το απόλυτο2 . Το δίπολο της μέθεξης αυτής
    συναποτελείται από το αισθητό και το Είδος ή την Ιδέα. Η Ιδέα αυτή που
    συνιστά την πηγή της ευμορφίας, εκφράζεται με την ύλη διότι
    μορφοποιείται πλαστικά μέσα στο υλικό σώμα. Κατ’ ανάλογο τρόπο η
    αποχή ενός αισθητού αντικειμένου από τον κόσμο των Ιδεών, αλλά και η
    αμορφία του, η ταύτισή του δηλαδή με την ύλη και κατ’ επέκταση με την
    έννοια του κακού, το καθιστούν δυσειδές και απωθητικό για την ψυχή.
    Στην πραγματεία Τίνα και πόθεν τα κακά ο Πλωτίνος περιγράφει τον
    υλικό κόσμο ως την αντανάκλαση ενός ηθικού αρνητισμού που
    ταυτίζεται με το απόλυτο κακό 3, το οποίο, όπως και η δυσμορφία
    χαρακτηρίζονται από τον στοχαστή ως «τόποι ανομοιότητος», χώροι μη
     μετοχής στο Είδος και στον Θείο Λόγο. Αν και η Ιδέα φαίνεται να
    διαμοιράζεται στην πολλαπλότητα της ύλης, στην πραγματικότητα
    παραμένει αμετάβλητη και αδιαίρετη. Στο σημείο αυτό προτάσσει το
    παράδειγμα ενός προσώπου με αρμονικές αναλογίες , το οποίο υπόκειται
    και αυτό στην υποκειμενικότητα του οπτικού πρίσματος του
    παρατηρητή , με αποτέλεσμα το ίδιο ως αντικείμενο θέασης σε
    διαφορετικούς θεατές να φαίνεται όμορφο, ή δυσειδές. Ο στοχασμός του
    επεκτείνεται σε ηθικές αξίες, πολιτειακούς θεσμούς, ρητορικούς λόγους
    και επιστημονικούς κλάδους, οι οποίοι δύνανται να χαρακτηριστούν
    ωραίοι, όμως ο προσδιορισμός τους ως συμμετρικοί θα στερείτο
    νοήματος.
    Εάν δεχθούμε ότι η συμμετρία τους έγκειται στη μεταξύ τους
    συμφωνία, τότε δεν είναι αυτό το ίδιον που τους προσδίδει την ιδιότητα
    του κάλλους, διότι η δυνατότητα της εναρμόνισης απαντάται και σε
    δυσειδή υλικά πράγματα. Σε αυτή την περίπτωση που θα τοποθετείτο η
    ομορφιά του νου, ο οποίος λειτουργεί σε καθεστώς αμιγούς και πλήρους
    ενότητας; Συμπερασματικά, ο Πλωτίνος ανατρέπει την αξιωματική για
    τους απολογητές της στωικής φιλοσοφίας θέση ότι η συμμετρία αποτελεί
    εγγενές και αναπόσπαστο ίδιον του κάλλους, χωρίς ωστόσο να αποκλείει
    τη σύμπτωση του κάλλους και της συμμετρικής αναλογίας των επιμέρους
    συστατικών ενός αντικειμένου. Εν τέλει, ο Πλωτίνος προεκτείνει τη
    σωκρατική τοποθέτηση των Απομνημονευμάτων του Ξενοφώντος, η
    οποία έγκειται στην απόρριψη της συμμετρικής ομορφιάς λόγω της
    εξωτερικότητας της παραστατικής λειτουργίας της, με εύλογη συνέπεια
    τη μείωση της απεικονιζόμενης προσωπικότητας, που καθίσταται
    αναγκαία για την ασύμμετρη ομορφιά του βάθους 4. Με την κριτική της
    αισθητικής του συμμετρικού κάλλους ο Πλωτίνος επικεντρώνεται στην
    πλατωνική αναγωγική πορεία προς το ωραίο, όπως αυτή διατυπώνεται
    στο Συμπόσιον, ενώ δεν θέτει εν αμφιβόλω μόνο την αισθητική θεωρία
    του διανοητικού κατασκευάσματος των Στωϊκών, αλλά αμφισβητεί
    συλλήβδην τον κλασικισμό και την ιδέα του κάλλους ως αρμονίας των
    μερών προς το όλον. Για τον Πλωτίνο μορφή και ύλη βρίσκονται σε
    καθεστώς συνεχούς ανταγωνισμού, στο πρόσωπό τους συγκρούονται η
    δύναμις και η αδράνεια, το κάλλος και η ασχήμια, το καλό και το κακό 5.
     Στο δεύτερο κεφάλαιο της πραγματείας του ο Πλωτίνος εκθέτει τους
    προβληματισμούς του αναφορικά με το αισθητό κάλλος. Ο διανοητής
    χαρακτηρίζει ως σωματικό κάλλος, το είδος εκείνο της ομορφιάς που
    γίνεται αντιληπτό άμεσα με την πρώτη οπτική επαφή του παρατηρητή με
    το αντικείμενο θέασης(βολή τη πρώτη). Η ψυχή ενστερνίζεται το ωραίο,
    καθώς εκ φύσεως είναι σύμφιλο με τη θεϊκή προέλευση και τη συγγένειά
    της με τη νοητή πραγματικότητα των όντων. Αντίθετα οι δυνάμεις
    άπωσής που δημιουργεί η δυσμορφία λόγω της έλλειψης εξοικείωσής της
    με την ψυχή, την ωθεί στη διαρκεί αναζήτηση του κάλλους. Η ομορφιά
    των αισθητών αντικειμένων είναι απόρροια της σχηματοποίησης της
    άμορφης υλικής πραγματικότητας με την αρχετυπική αναγωγή της σε
    κάποιο Είδος. Κάθε ον αμέτοχο του Είδους είναι δυσειδές και εκτός του
    πεδίου του Θείου Λόγου, διότι το Είδος συνθέτει την πολυμέρεια της
    ύλης σε μία ενιαία διάσταση. Στο πλαίσιο αυτής της ενότητας η ομορφιά
    διαμοιράζεται σε στα μέρη και στο όλον. Εάν εντούτοις το υποκείμενό
    της διαθέτει εγγενή ομοιομορφία και ενότητα, η ευμορφία διεισδύει
    απευθείας στο σύνολο και το καταλαμβάνει ενιαία σαν φυσικό
    φαινόμενο 6.
    Για τον Πλωτίνο η ιδέα τακτοποιεί και συνδυάζει σε ένα
    αδιάσπαστο αρμονικό σύνολο τα στοιχεία που συναπαρτίζουν το «ον»,
    και καθώς η ίδια είναι ενιαία, κατ’ επέκταση ο αδιαίρετος χαρακτήρας
    διακρίνει και τα παράγωγά της 7. Προς επίρρωση αυτού του συλλογισμού,
    χρησιμοποιεί το παράδειγμα του φωτός και του χρώματος, που χωρίς να
    διαθέτουν την ιδιότητα της συμμετρίας, είναι εξ’ ορισμού όμορφα. Πώς
    είναι δυνατόν μορφικά άσχημα στοιχεία να συναποτελούν ένα αισθητικά
    όμορφο σχήμα; Συνεπώς η εικόνα του κάλλους οφείλεται στην ενότητα
    που συγκροτείται εν μέρει από τη μέθεξη των αισθητών πραγμάτων σε
    μία Ιδέα. Τα αισθητά αντικείμενα είναι άσχημα όταν δε μετέχουν στην
    Ιδέα, ή δεν έχουν μορφοποιηθεί ακολουθώντας πλήρως τις επιταγές της.
    Από τη διατύπωση αυτή συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο Πλωτίνος
    επανέρχεται στην έννοια της συμμετρίας, αλλά τη χρησιμοποιεί για την
    έκφραση του δικού του θεωρητικού πλαισίου για το ωραίο, αποδίδοντάς
    της τη χροιά της διάταξης ή συγκρότησης. Το επόμενο παράδειγμα που
    επιστρατεύει ο φιλόσοφος αντλείται από το χώρο της αρχιτεκτονικής 8. Η
    τέχνη, σαν μία φυσική δύναμη χαρίζει την ομορφιά άλλοτε στο σύνολο
    μιας οικίας και άλλες φορές αποκλειστικά σε ένα μόνο υλικό
    κατασκευής, όπως λίθο. Ως εκ τούτου το κάλλος του υλικού αντικειμένου
    εκπορεύεται από το θείο Λόγο. Κανόνας της ψυχής είναι η εντός αυτής
    ενοίκηση της ιδέας του κάλλους, που τίθεται από τον φιλόσοφο ως
    κριτήριο (ωσπερ κανόνι) στο υλικό σώμα του οποίου εξετάζεται η
    ευμορφία, όπως ο αρχιτέκτων προσαρμόζει το υπό κατασκευήν κτήριο
    στην ιδέα του. Το σχήμα του οικοδομήματος θα πρέπει να ταυτιστεί με το
    Είδος, την αρχετυπική ιδεά του στη σφαίρα της νοητής πραγματικότητας.
    Ο φιλόσοφος σε αυτό το σημείο θέτει το ερώτημα: Πώς ο αρχιτέκτων
    προσαρμόζοντας την πραγματική οικία στην εσωτερική ιδέα της οικίας,
    μπορεί να αποφανθεί για την αισθητική αξία της δημιουργίας του; Αν από
    την οντότητα της εξωτερικής υλικής κατασκευής αφαιρεθεί η πρώτη ύλη
    του λίθου, προκύπτει η εσωτερική ιδέα, αν και είναι αμερής, διαιρούμενη
    αναλόγως του εξωτερικού όγκου. Όταν η ψυχή εντοπίζει στο αισθητό
    σώμα την Ιδέα που κυριαρχεί της άμορφης ύλης, εύλογα συλλαμβάνει
    την πολλαπλότητα και τη διατηρεί μέσα της ως αδιαίρετη και συνεκτική
    ενότητα σύμφυτη με τις θεϊκές καταβολές της. Ο αρχιτέκτων υποτάσσει
    στην ιδέα της κατοικίας τις πρώτες ύλες και μέσα από την ενοποιημένη
    πολλαπλότητα μορφοποιεί την Ιδέα 9. Ενσαρκώνοντας την ιδέα ο υλικός
    κόσμος αισθητοποιείται μέσα από το νοητό και φανερώνει το αμερές
    είδος στον πληθωρισμό του όγκου της ύλης. Η καλλιτεχνική δημιουργία
    προβάλλεται ως αντίγραφο μιας υπεραισθητής αρχετυπικής οντότητας
    ενοποιώντας τα επιμέρους όντα όχι μόνο διά του νοήματος, αλλά με την
    αρωγή της αισθητικής συγκίνησης που προσφέρει στον αποδέκτη της.
    Κατάσυνέπεια,τοκάλλοςπουεντοπίζεταιστοναισθητόκόσμο
    αποτελεί αντανάκλαση του κάλλους που δημιουργεί ο ανώτερος νους. Το
    κάλλος στην τέχνη στηρίζεται σε ένα Είδος το οποίο έγκειται στην ψυχή του παρατηρητή και όχι στη δημιουργική ικανότητα του καλλιτέχνη.
    Η ομορφιά του χρώματος εκφράζει το κράτος του Είδους επί της υλικής
    σκοτεινότητας διά του ασωμάτου φωτός της ημέρας, φως που συγχρόνως
    είναι λόγος και ιδέα 10. Η αναλογία του άυλου φωτός προς την Ιδέα Η αναλογία του άυλου φωτός προς την Ιδέα προσδίδει στην ορατή ηλιακή ακτινοβολία εξαιρετική ομορφιά μεταξύ των φυσικών σωμάτων. Η μοναδικότητα του είναι έκδηλη στις ιδιότητές του, καθώς θερμαίνει τα άλλα αστρικά σώματα, χωρίς να ψύχεται, ενώ ως πηγή του φωτισμού των σωμάτων, χάρη στην αντανάκλασή του ρυθμίζεται το χρώμα των υλικών αντικειμένων. Για τον Πλωτίνο το φως συνιστά οντολογική προϋπόθεση του χρώματος, ενώ στη φύση υφίσταται σε διαρκή σχέση με το πυρ, την πηγή εκπόρευσής του. Η συνθήκη της μετοχής του, όπως το είδος, η μορφή της ασώματης φύσης του, επιτρέπει στο φως να είναι αδιαιρέτως παρόν στα πολλαπλά όντα. Το φως στην ολότητά του ενυπάρχει στο σύνολο της δημιουργίας συνιστώντας την καθολικότητα του μετέχοντος 11. Κατά αντίστοιχο τρόπο, οι ήχοι των μουσικών συνθέσεων συνιστούν παράγωγα των αφανών αρμονιών, τις οποίες συλλαμβάνει η ψυχή, αφού αυτές αναπαράγονται στην ύλη των ήχων. Κατά συνέπεια το μέτρο των αρμονικών ήχων είναι οι αριθμοί κατά την αναλογία που υπηρετεί τους όρους της επικράτησης του είδους επί της ύλης του ήχου.

    Στην Πέμπτη Εννεάδα ο Πλωτίνος διαφοροποιείται από τη θέση του Πλάτωνα ο οποίος απορρίπτει τις τέχνες εν τω συνόλω τους, προτείνοντας τον εξοστρακισμό τους από την ιδανική  πολιτεία. Στην Πλατωνική Πολιτεία(Βιβλίο Χ, 596 Ε) ο Πλάτων εντάσσει τους εικαστικούς καλλιτέχνες στην κατηγορία των δημιουργών, τα προϊόντα των οποίων συνιστούν φαινόμενα, που απέχουν μακράν από τα αληθινά όντα. Στο πλαίσιο της δημιουργικής διαδικασίας ο καλλιτέχνης δεν έχει ως πρότυπο αυτούσιο το αιώνιο ιδεώδες, αλλά τις προγενέστερες απεικονίσεις του  υλικού αντικειμένου από τον εκάστοτε δημιουργό, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στην πραγματική υπόσταση της υπέρτατης θεϊκής οντότητας(Αγαθό), αλλά συνιστούν αισθητικές αποτυπώσεις των πληροφοριακών δεδομένων που λαμβάνει μέσω των αισθητηρίων οργάνων τους. Ο καλλιτέχνης απεικονίζει την υλοποίηση της αντιγραφής του υλικού αντικειμένου από τον τεχνίτη, ο οποίος κατασκευάζει ένα απατηλό, φαινομενικό απείκασμα του είδους του αντικειμένου που δημιούργησε ο θεός μέσα στην περιοχή της πρωταρχικής ύπαρξης.  Κατά συνέπεια η καλλιτεχνική παραγωγή δε συνιστά αποκάλυψη της ουσίας μιας υπερβατικής και υψωμένης αλήθειας, ενώ η δημιουργία του καλλιτέχνη μπορεί να τοποθετηθεί  από άποψη ουσιαστικότητας και εγκυρότητας στην τρίτη και έσχατη βαθμίδα, αφού ο δημιουργός αποτυπώνει το προϊόν του τεχνίτη αντί για  την πρωτογενή παραγωγή της θείας ενέργειας(598 Α), με αποτέλεσμα να καθίσταται μιμητής φασματικών μορφών και παραγωγός όχι αληθινών όντων(599Α). Ο μιμητής αυτός δε διαθέτει ουσιαστική γνώση των όντων που αναπαριστά, αλλά τα παρουσιάζει με τρόπο που θα ασκήσουν επίδραση στην αδαή μάζα(602Β).  Η γοητεία των μιμητικών προϊόντων, των ειδώλων της αρετής, είναι σχεδιασμένη να απευθύνεται και να ενεργοποιεί το κατώτερο τμήμα της ψυχής του ατόμου. Έτσι διακρίνεται για τον παροδικό της χαρακτήρα και την αποπροσανατολιστική λειτουργία που επιτελεί στη συνείδηση του ετερόκλητου κοινωνικού συνόλου ενός κρατικού μορφώματος (605 Β ).

    Για τον εισηγητή του νεοπλατωνισμού, τα παράγωγα της καλλιτεχνικής δημιουργίας δε συνιστούν απλώς προϊόντα μίμησης και επιφανειακά αντίγραφα των φυσικών όντων, διότι οι εμπνευστές και δημιουργοί τους δεν περιορίζονται σε μία στείρα αναπαραγωγή της εικόνας των αισθητών όντων, αλλά ανατρέχουν στις λογικές και ειδοποιούς αρχές που διέπουν τη λειτουργία της φύσης, λειτουργώντας ως αρχέτυπα του κάλλους των υλικών όντων, ενώ προτάσσει το επιχείρημα ότι και τα φυσικά πράγματα είναι μιμήσεις 12.  Ο καλλιτέχνης αναζητά τα αρχέτυπα της δημιουργίας του στη σοφία που διέπει τη δομική λειτουργία και τη μορφολογία της φύσης 13. Με βάση αυτή τη σοφία ο δημιουργός έλαβε την υπόστασή του, η οποία δε συνίσταται πλέον σε θεωρήματα, αλλά ως σύνολο αποτελεί μία αδιαίρετη ενότητα, όχι μία σοφία συναπαρτιζόμενη από πολυάριθμα συστατικά που ενώνονται σε ένα, αλλά μάλλον αναλύεται σε ένα πλήθος από ένα.  Η λογική αρχή της ψυχής υπερτερεί αισθητικά εκείνης που καθορίζει το κάλλος της φύσης, της οποίας άλλωστε γενεσιουργός αιτία καθίσταται η ψυχή, που απέκτησε την ιδιότητα της ευμορφίας με την εισροή σε αυτήν της φρόνησης, αντικειμένου δημιουργίας του Κοσμικού Νου. Ο Πλωτίνος ανάγει σε αιτία και πηγή του κάλλους το Εν, το οποίο μεταφέρει την ιδιότητα της ευμορφίας στον Κοσμικό Νου και εκείνος με τη σειρά του στην Κοσμική Ψυχή, από την οποία εν τέλει αντλεί την ομορφιά η ατομική ψυχή, αλλά και ευρύτερα η σύνολη υλική δημιουργία. Ο Νους προβάλλεται ως το καθ’ εαυτό ωραίο, που υφίσταται ως λόγος- Νους στο φυσικό κόσμο και εξατομικευμένα σε κάθε υλικό σώμα , αλλά και ως αρχή του παντός και δευτέρα υπόσταση, ενώ ενοικεί σε κάθε ψυχή. Η νοητική ικανότητα πρόσληψης μορφών και αντίληψης απλών και σύνθετων εννοιακών συστημάτων αποτελεί λειτουργία του ανώτερου τμήματος της ψυχής συγκροτείται από τον Νου της ψυχής. Από την άλλη πλευρά η εύρυθμη κίνηση των ουρανίων σωμάτων και η ομαλή ροή του αισθητού κόσμου έγκειται στις εγγενείς ιδιότητες του Νου της φύσεως και του σώματος. Ο Καθ’ εαυτός Νους εδρεύει ως απολύτως καθαρός σε έναν νοητό χώρο σαν τον υπερουράνιο τόπο που περιγράφεται στον Φαίδρο. Στο σημείο αυτό εντοπίζεται μία ειδοποιός διαφορά των διανοητικών κατασκευών των δύο φιλοσόφων: Στο Συμπόσιο η ομορφιά μεταβαίνει από τα σώματα και τις ψυχές στο ωραίο καθ’ εαυτό, το οποίο στον Φαίδρο εντάσσεται στο σύμπαν των ιδεών, ως εκφανέστατον , τη μόνη διά γυμνού οφθαλμού ορατή ιδέα 14, ενώ ο Πλωτίνος προτάσσει τον Νου ως μία υπόσταση η οποία ενυπάρχει στον εαυτό μας και στην υπερβατική προέκτασή του. Στο οντολογικό σύστημα του φιλοσόφου ο Νους γίνεται δοχείο της ενέργειας του Ενός, του αναγκαίου όρου της αληθινής ύπαρξης, που δρα ως αρχή παραγωγικής ενότητας, από την οποία ο Νους αντλεί τη δυνατότητα να επιβάλει στην αοριστία του απείρου εκείνες τις σταθερές σχέσεις που συνιστούν τα διακεκριμένα αντικείμενα και να καταστήσει προσεγγίσιμη τη γνώση τους. Σε αντίθεση με τον Πλάτωνα που οδηγεί τον φιλόσοφο στην Ιδέα του Κάλλους, ο Πλωτίνος κατευθύνει τον φιλόσοφο στον υπερβατικό τόπο του Νου,  το διανοητικά οριοθετημένο και  προσδιορισμένο από τη δυναμική του Αγαθού χώρο συγκροτώντας μία συγκεκριμένη πραγματικότητα. Ο Νους είναι υπερβατικός χορηγός μορφής και λόγος της μορφής και συγχρόνως εμμενής μορφή ενεργούσα. Η ομορφιά των σωμάτων και των ψυχών υφίσταται χάρη στη μετοχή της στο κάλλος του Νου. Από τη στιγμή που η εμμένεια και η υπερβατικότητα συγκροτούν δύο εκδοχές του νου, τα νοητά πράγματα ταυτίζονται με τον Νου και η διαδρομή που οδηγεί στους διάφορους αναβαθμούς του ωραίου, έγκειται στην υπαρκτική επιβεβαίωση της ταυτότητας υπό την έννοια ότι οι λόγοι-Νους προσδίδουν στα αισθητά αντικείμενα την ακτινοβολία του κάλλους που τα κάνει εκφανέστατα και ερασμιώτατα. Το γεγονός ότι η αντόψη του Νοός εκδηλούται μορφωτικά στο αισθητό σύμπαν επιτρέπει στην ψυχή να ανυψωθεί στο Νου ώστε να διαπιστώσει ότι εκεί βρίσκονται οι Ιδέες και συγκεκριμένα εκείνη της ομορφιάς.

    Περισσότερες πληροφορίες όμως για τα σημεία σύγκλισης και απόκλισης των δύο θεωριών στο αμέσως επόμενο κείμενο!

     

    1 Πλωτίνου, Εννεάς Α. 1, σ.192-197.
    2 Ράμφος, Μεταφυσική του Κάλλους, σ.238.
    3 Πλωτίνος, Εννεάς Ι,8.51
    4 Ράμφος, Η Μεταφυσική του Κάλλους, σ.225.
    5 Ο.π., σ.319
    6 Ο.π., σ227
    7 Πλωτίνου,Εννεάς Α.2, σ.196-197
    8 Πλωτίνου, Εννεάς Α. 3, σ.198-199.
    9 Ράμφος, Η Μεταφυσική του Κάλλους, σ.249.
    10 Ράμφος, Η Μεταφυσική του Κάλλους, σ.247
    11 Ο.π., σ.261.
    12 Εννεάς V,8.1,1-31
    13 ΕννεάςV,8.2
    14 Ράμφος, Μεταφυσική του Κάλλους, σ.329.

 

Αφήστε μια απάντηση