Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
ΕΡΩΣ – ΗΡΩΣ
Η βάρκα αραγμένη στην ακρογιαλιάν, η μπαρούμα δεμένη έξω εις ένα βράχον, δίπλα εις την άμμον του Χειμαδιού, παραπέρα από το Μικρό Μουράγιο της Πιάτσας, κάτω από τον βραχώδη κρημνόν του Πανωμαχαλά.
Και ο μικρός ναύτης, ο Γιωργής της Μπούρμπαινας, εξαπλωμένος επάνω εις την πρύμνην, με μίαν βελέντζαν τυλιγμένος, βωβός, ακίνητος, με ανοικτά τα όμματα, σπινθηρίζοντα εις το σκότος, ωμοίαζε με τον δράκον του παραμυθιού κατά τούτο, ότι εκοιμάτο με ανοικτόν το όμμα.
Δεν εξήρχετο στεναγμός ούτε πνοή από το στόμα του. Το στήθος του δεν εκολπούτο. Θα έλεγες ότι ανέπνεε προς τα έσω, ότι έζη μόνον ζωήν ενδόμυχον.
Είχαν περάσει τα μεσάνυκτα προ πολλού. Ολίγα φώτα εφαίνοντο ακόμη λάμποντα αμυδρώς εις τους φεγγίτας των οικιών, ολόγυρα, σιμά εις την ακρογιαλιάν. Γαλήνιος η θάλασσα εκοιμάτο, και μόνον εις την ακροπελαγιάν ως ρογχάλισμά της ερρόχθει, εφλοίσβιζε μελαγχολικώς φωσφορίζον το κύμα. Και η βάρκα ελικνίζετο ελαφρά, ως διά της απαλωτέρας μητρικής θωπείας. Και ο φωσφορισμός του κύματος απήντα εις τον σπινθηρισμόν του όμματος του ναύτου. Ήτο καρφωμένον, εμπηγμένον ατενώς το όμμα του εις εν σημείον, εις μιαν οικίαν, υψηλά, όχι μακράν, επάνω από τους βράχους. Ανοικτά ήσαν τα παράθυρα, αι ύαλοι κλεισμέναι, φως μέγα έφεγγεν εις τας υάλους. Και έβλεπες συχνά εις το φως εκείνο σκιάς κινουμένας, φεύγουσας εικόνας, πρόσωπα και ινδάλματα. Ο μικρός ναύτης εκοίταζεν απλήστως, και δεν ανέπνεεν ούτε εμορμύριζεν.
Ήκουε μετά πολλούς άλλους κρότους και ήχους και μετά ύπνους και όνειρα και νευρικούς τιναγμούς, ήκουε πότε-πότε σιγώντα και πάλιν θορυβούντα διά μακρών βιολιά, λαγούτα, λαλούμενα. Και ενωτίζετο ρυθμικόν κρότον χορού, και ενηχείτο άσματα και εκδηλώσεις χαράς και ευθυμίας. Και όλα του εφαίνοντο ασυνάρτητα, ακατάληπτα και βόμβος άναρθρος ήχει εις τα ώτα του. Δι αυτόν δεν υπήρχε πλέον άσμα ούτε φθόγγος ούτε ήχος, ικανός να εκφράση το τι υπέφερε.
Του είχεν ειπεί αποβραδύς ο κυβερνήτης της βάρκας, ο καπετάν Κωνσταντής ο Σιγουράντσας:
— Αύριο, πρωί-πρωί, με το καλό, έχουμε ναύλο, θα τους κουβαλήσουμε πέρα· (έδειξε την συνοικίαν επάνω εις τον βράχον, και είτα έκαμε κυματοειδή κίνησιν της χειρός προς δυσμάς). Νά ‘χης το νου σου.
— Ποιανούς θα κουβαλήσουμε; ηρώτησεν ο μικρός ναύτης.
— Δεν ξέρω τί ώρα θα ξεμπερδέψουνε, επανέλαβεν ο κυβερνήτης, δεικνύων επιμόνως την συνοικίαν. Μπορεί να μας σηκώσουν το ταχύ-ταχύ, πριν φέξη. Νά ‘χης το νου σου.
— Ποιοι είναι πού θα μας σηκώσουν; ηρώτησε πάλιν ο Γιωργής.
— Καλά είναι να πλαγιάσης μες στη βάρκα. Θέλεις πάλι να πας στη γριά σου να κοιμηθής, πριν χαράξη, νά ‘σαι στο πόδι, άμα βγη ο αστέρας. Τάχατες πως ντρέπεται η νύφη, κατάλαβες, να την καραβώσουνε, να κινήση απ’ το χωρίο μέρα μεσημέρι. Νά ‘χης το νου σου.
— Ποιά νύφη; ηρώτησε με χάσκον το στόμα ο Γιωργής.
[…] Τί να σκεφθή! Τί να είπη; Πώς ν’ αρθρώση λόγον; Ήθελε, κατά το άσμα, “ν’ αρχίση να πη τα πάθη του τραγούδια”. Σύρε να πης της μάννας σου να κάμη κι άλλη γέννα. Όχι! Ανάθεμα τη μάννα σου!…
Διατί κοιμάται; Πώς αγρυπνεί; Πώς μένει εξαπλωμένος; Και δεν εξέρχεται πνοή και στεναγμός από το στόμα του, και το όμμα του εκαρφώθη εκεί απλανές, και ζη, και δεν ζη, ενδόμυχον ζωήν; Τί σκέπτεται; Σκέψις χρειάζεται; Όχι, δράσις. Να σηκωθή… Να πηδήση… Να τρέξη… να πετάξη… Ν’ αναβή τον βράχον, σκαλοπάτια-σκαλοπάτια, στενούς δρομίσκους, λιθόστρωτα… Να φθάση εκεί επάνω… Να χυθή, να ορμήση… Να τους ταράξη. Να τους θαλασσώση… Να επίβάλη χείρα εις την νύφην, οπού στέκει στολισμένη και καμαρώνει. “Έλα εδώ, συ!”… Να την αρπάξη… Να την σηκώση ψηλά… Να την κατεβάση, κάτω από την σκάλαν… θα εξαφανισθούν… θα μείνουν απολιθωμένοι… θα τον νομίσουν διά τρελόν… θα συνέλθουν… θα τρέξουν κατόπιν του… Η γριά θα τραβήξη τα μαλλιά της, θα χυθή επάνω του, και θα τον σχίση με τα νύχια της τα μαύρα… Οι άλλοι, καλεσμένοι, κουμπάρος, συγγενείς, θα του ριχθούν με τους γρόνθους, με ράβδους, με τας φιάλας τας κενάς και με τας φιάλας τας μισογεμάτας… με την σκούπαν… με ό,τι τύχη. Αυτός με την μίαν χείρα θα σπρώχνη την νύφην εμπρός, με την άλλην θα προσπαθή να τους φέρη γύρο όλους!… Και ο γαμβρός, ο νοικοκύρης, με το πανωβράκι του το τσόχινον, με το φέσι του το στιλπνόν, με την τσάκαν του την βελουδένιαν, με το ζωνάρι του το μεταξωτόν, θα τρέξη απ’ οπίσω του, και θα γυρεύη να τους χωρίση… Όχι, θα του έλθη λιγοθυμιά, και θα πέση απ’ οπίσω από την πόρταν… και τότε αι γυναίκες θα βάλουν τες φωνές, και θα πασχίζουν να ξελιγοθυμήσουν τον γαμβρό… και θα επέλθη μικρός αντιπερισπασμός… κι αυτός θα σπρώχνη την νύφην κατά τον βράχον, σιμά εις την βάρκαν, κάτω, και με τους γρόνθους και με τους αγκώνας του, καταπληγωμένος, αφρίζων, αιματωμένος, άγριος, θ’ απαντά εις τα κτυπήματα των λυσσασμένων.
Εμπρός! θάρρος, απόφασις. Σηκώσου! θα κουνηθής επί τέλους;
[…] Δεν ήτο πλέον ψέμα, ήτον αλήθεια. Ο Γιωργής έπλεε με την βάρκαν του και με τον Σιγουράντσαν. Έπλεε και μετέφερε την Αρχόντω, με την μητέρα της και με τον γαμβρόν, την ώραν της αυγής. Τους μετέφερεν εις την Σηπιάδα άκραν, εις τα χωρία του γαμβρού, εις τα σπίτια του, εις τα νοικοκυριά του.
Και πάλιν ημπορεί να ήτον ψέμα, τίς δύναται να είναι βέβαιος; Ήτο όνειρον μαγικόν, απαίσιον και τρομερόν, όνειρον το οποίον έβλεπε με ανοικτά τα μάτια. Κ’ εσφαλούσε τα μάτια και ακόμη το έβλεπε.
Τα ρόδα της αυγής εφυλλορροούσαν κ’ εκοκκίνιζαν αι παρειαί της Αρχόντως, ή εκοκκίνιζαν μόναι των εις την θέαν του Γιωργή; Αυτός ήτο χλωμός, μαραμμένος, αδρανής.
Τα ρόδα της αυγής δεν ήρκουν διά να τον κάμουν να κοκκινίση. Τα χέρια του μηχανικώς, ως ξυλιασμένα, ετραβούσαν το κουπί. Ξύλον κολλημένον επάνω εις το ξύλον.
Μίαν φοράν μόνον εκοίταξε την Αρχόντω. Το βλέμμα εκείνο ήτον η τελευταία συγκεντρωμένη ακτίς της ψυχής του. Είτα εκείνη κατεβίβασε τα όμματα, και το ιδικόν του όμμα κατέστη απλανές.
Έλενα Πίνη
ΕΡΩΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟΣ
Έρως…
Απαγορευμένος.
Φιλί σε όνειρο
που βγάζει
σε θάλασσα αλμυρή,
δίχως σωσίβιο,
δίχως ποιος και γιατί.
Μονάχα φόβος
από τα βράχια
να κρατηθεί μακριά.
Έρως…
Από τη Μοίρα διωγμένος.
Κορμί για όμηρο
δικάζει
κι εκείνη μαρτυρεί
σε έντιμο βίο
μπρος στον ακροατή.
Αλλιώς ο νόμος
για πάντα δέσμια
θα κρίνει την καρδιά.
Έρως…
Από τα χείλη δεμένος.
Φωνή σε όνειρο
κραυγάζει
με ανάσα πνιγηρή,
ποιος βάζει όριο
ποιος ξανά εγκληματεί.
Κι ας μένει πόνος
που τα βράδια
αναζητεί γιατρειά.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Σκιάθος, 4 Μαρτίου 1851 – Σκιάθος, 3 Ιανουαρίου 1911) είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες λογοτέχνες, γνωστός και ως «ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων», «η κορυφή των κορυφών» κατά τον Κ. Π. Καβάφη. Έγραψε κυρίως διηγήματα, τα οποία κατέχουν περίοπτη θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία.
Μέσα στα περισσότερα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, του συγγραφέα και υμνητή «του ρόδινου νησιού του», γίνεται συχνή αναφορά στο φυσικό περιβάλλον της Σκιάθου, στις ρεματιές, τις χαράδρες, τα υψώματα, με διαφορετική το καθένα βλάστηση. Επίσης αναφέρεται συχνά και η θαλασσινή της διαμόρφωση, με τα αμέτρητα λιμανάκια, τους κόρφους και τους κάβους, τους γκρεμούς, τις σπηλιές, τα νησάκια, τις αμμουδιές, τα ακρογιάλια. Αυτές οι αλησμόνητες παιδικές μνήμες κυριαρχούν στη σκέψη του Παπαδιαμάντη και τις κάνει διηγήματα, εμπλουτισμένα με τα θρησκευτικά βιώματά του, με τα βάσανα και τους καημούς. Οι ήρωές του είναι ψαράδες, αγρότες, ιερωμένοι, μετανάστες, οικογενειάρχες, εργένηδες, όμορφες ορφανές, αλλά και κακάσχημες μάγισσες και διάφορες αγύρτισσες.
Όταν δεν έκανε τέχνη τις παιδικές του αναμνήσεις, έπαιρνε τα θέματά του από τη ζωή των φτωχογειτονιών της Αθήνας. Το υπόστρωμα συνήθως είναι θρησκευτικό. Το εξωτερικό περιβάλλον περιγράφεται με αληθινή λατρεία προς τη φύση. Υπάρχει όμως και μια οξύτατη ψυχολογική περιγραφή, μια εύστοχη διείσδυση στα βάθη του ψυχικού κόσμου των ηρώων του, που έκανε τόση εντύπωση, τόσο στους μετέπειτα χρόνους όσο και στην εποχή του, που πολλοί τον παρομοίασαν με τον Ντοστογιέφσκι.
Στενότερα ηθογράφος στην αρχή, διεύρυνε με τον καιρό την ηθογραφία του και την τεχνική του, ώστε να θεωρείται ότι αυτός εγκαινίασε τη διηγηματογραφία στην Ελλάδα. Προσέδωσε στο έργο του τέτοια ποιότητα, που τον καθιέρωσε ως πρωταγωνιστή της ελληνικής πεζογραφίας. Οι εμπνεύσεις του, τροφοδοτούμενες από ένα απόθεμα μνήμης, διαποτίζονται από τον ποιητικό οίστρο και τη μαγεία του λόγου.
Οι ήρωές του, απλοί, ταπεινοί, γραφικοί, βασανισμένοι, γίνονται οι πυρήνες των δραματικών συγκρούσεών τους με τη ζωή. Η καθαρεύουσα, που χρησιμοποιεί, σπάνια γίνεται δυσνόητη, γιατί διαπνέεται από τον κραδασμό και τη θέρμη του πλέον ευσυγκίνητου ανθρωπισμού. Ωστόσο, σιγά-σιγά απλοποιούσε τη γλώσσα, βάζοντας περισσότερα λαϊκά στοιχεία, και λίγο πριν το θάνατό του έγραψε και διηγήματα στη δημοτική. Τον διακρίνει ποιητικό ύφος, γόνιμη φαντασία και θρησκευτική κατάνυξη, η οποία τον συγκλόνιζε από την παιδική του ηλικία.
Εκτός από τα διηγήματα και τις νουβέλες έγραψε και ποιήματα θρησκευτικής έμπνευσης, που εξυμνούν τη μητέρα του και την Παναγία. Κι όμως ο Παπαδιαμάντης, που ήταν υπερήφανος για το διηγηματικό του έργο, του οποίου γνώριζε την πραγματική αξία, δε θεώρησε ποτέ του ότι ήταν και ποιητής, αν και η ποιητική πνοή αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό και του πεζού του λόγου. Χωρίς να ενδιαφέρεται για ρίμες και στολίδια, πέτυχε μια λιτότητα ελεύθερου στίχου, που αρκετά χρόνια αργότερα έγινε, σχεδόν, μόνιμο μοτίβο της νεοελληνικής ποίησης.
Η πρώτη του δειλή λογοτεχνική προσπάθεια πραγματώνεται με το μυθιστόρημα Η μετανάστις. Είναι ένα έργο του ξενιτεμένου ελληνισμού. Στο δεύτερο μυθιστόρημά του Οι έμποροι των εθνών, ξεπερνάει την πρώτη του προσπάθεια και παρουσιάζει ένα έργο το οποίο δεν στάθηκε μόνο σημαντική προσφορά στην εποχή του, αλλά και σήμερα μπορεί να σταθεί δίπλα στα καλύτερα ιστορικά και ρομαντικά ελληνικά μυθιστορήματα. Το τρίτο μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη, Η Γυφτοπούλα, είναι ένα συγγραφικό τόλμημα και στη σύλληψη και στη σύνθεση και στη μορφή.
Η Φόνισσα είναι η δεύτερη νουβέλα του Παπαδιαμάντη και θεωρείται, από τους περισσότερους, το αριστούργημά του. Ανήκει στα έργα της προχωρημένης ωριμότητάς του, της ρεαλιστικής περιόδου, και κλείνει μέσα του τα πιο γόνιμα στοιχεία της τέχνης του. Σύλληψη, σύνθεση, μορφή, περιεχόμενο και μύθος σχηματίζουν ένα σημαντικό έργο τέχνης. Είναι βγαλμένο από τα βάθη της ψυχής του συγγραφέα, από την τραγωδία του σπιτιού του, από τη μιζέρια του νησιού του, από τη μεγάλη δυστυχία των φτωχών ανθρώπων του λαού. Η σύνθεση του έργου είναι αριστοτεχνική και η ενότητα αδιάσπαστη. Η αφήγηση είναι γοργή, ρωμαλέα, συγκλονιστική, και παίρνει συμβολικό χαρακτήρα. Η τεχνική του Παπαδιαμάντη φτάνει στο αποκορύφωμά της, όταν το έγκλημα αναδύεται βουβό μέσα από τις τύψεις της φόνισσας, που η ίδια το καταδικάζει, ενώ, παράλληλα, την εξανθρωπίζει το, στο βάθος του, ανθρωπιστικό ιδανικό της.
Τα Ρόδινα Ακρογιάλια, με υπότιτλο Κοινωνικόν μυθιστόρημα, είναι έργο που δείχνει την παρακμή και τα γηρατειά του συγγραφέα. Είναι ένα αφήγημα συμποσιακού τύπου, όπου οι συγκεντρωμένοι φιλοσοφούν ή διηγούνται ιστορίες.
Ο Παπαδιαμάντης δεν ευτύχησε να δει τυπωμένο σε βιβλίο κανένα έργο του. Μετά το θάνατό του, τυπώθηκαν από τις εκδόσεις Φέξη (1912-1913) έντεκα τόμοι με όσα διηγήματα βρέθηκαν τότε. Πέντε τόμους εξέδωσε ο Οίκος Ελευθερουδάκη το 1925-1930 και έναν τόμο (Θαλασσινά διηγήματα) ο Αθ. Καραβίας το 1945. Το 1955, τα Άπαντά του εκδόθηκαν από τον Εκδ. Οίκο Δ. Δημητράκου, με βιογραφικά στοιχεία, κριτικά σχόλια και προλόγους σε γενική επιμέλεια Γ. Βαλέτα. Το 1963, τα Άπαντα του Παπαδιαμάντη εκδόθηκαν σε τρεις τόμους από την Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων, με προλόγους και επιμέλεια Μιχ. Περάνθη.
Ο Παπαδιαμάντης, πέρα από τα τρία μυθιστορήματα και τα τρία εκτεταμένα διηγήματα (νουβέλες), έγραψε 180 διηγήματα και 40 μελέτες και άρθρα. Τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη ανήκουν στην τρίτη περίοδο της εξέλιξής του, τη λεγόμενη νατουραλιστική περίοδο, που αρχίζει με το πρώτο του διήγημα το 1887 και φτάνει ως το 1892. Τα διηγήματα του είναι περιγραφικά, φυσιολατρικά, με έντονο χρωματισμό στα εκφραστικά μέσα, με ειδυλλιακή ατμόσφαιρα, υποταγμένα σε κανόνες και σχέδιο. Από τα πιο γνωστά είναι: Το χριστόψωμο, Ο Πανταρώτας, Η παιδική πασχαλιά, Η μαυρομαντηλού, Το Θέρος-έρος, Η νοσταλγός, Όλόγυρα στη λίμνη, Το Έρως-ήρως. Ύστερα ακολουθούν σημαντικά διηγήματα με τον ίδιο λυρισμό και πάθος: Το όνειρο στο κύμα, Οι μάγισσες, Η φαρμακολύτρια, Αμαρτίας φάντασμα.