Ο John William Waterhouse φιλοτέχνησε τρεις διαφορετικούς πίνακες βασισμένους στο αφηγηματικό ποίημα, μια λυρική μπαλάντα, του Ρομαντικού ποιητή Alfred Lord Tennyson “The Lady of Shalott”, καθένας εκ των οποίων αντιστοιχεί σε μια διαφορετική στιγμή, κομβική για την εκτύλιξη της ποιητικής δράσης. Ας δούμε συνοπτικά το περιεχόμενο του ποιήματος. Στο κτίσμα ενός Πύργου που δεσπόζει στο νησί Shalott, κοντά στο μυθικό Camelot, βασίλειο του βασιλιά Αρθούρου, ζει φυλακισμένη και απομονωμένη μια ευγενής νεαρή γυναίκα, η Lady of Shalott. Τη γυναίκα επισκιάζει μια βαριά κατάρα, το περιεχόμενο της οποίας δεν προσδιορίζεται ακριβώς, ούτε είναι απόλυτα γνωστό στην ίδια. Το μόνο που γνωρίζει είναι ότι οφείλει σε μια ανώτερη δύναμη να υφαίνει στον αργαλειό νύχτα- μέρα αδιάκοπα και ότι απαγορεύεται να κοιτάξει απευθείας το Camelot,αλλά μόνο μέσα από τις σκιώδεις αντανακλάσεις του στον καθρέφτη που κρέμεται μπροστά της όλο το χρόνο, σαν τις σκιές που έβλεπαν στον τοίχο του πλατωνικού σπηλαίου οι δεσμώτες των αισθήσεων. Για την ακρίβεια, η φυλακισμένη κόρη αναπαριστά στο εργόχειρό της, τις απεικονίσεις των σκηνών που εκτυλίσσονται στον έξω κόσμο και αντανακλώνται στον καθρέπτη που έχει μπροστά της μέσω του παραθύρου πίσω της!
“I am half sick of shadows,” said
The Lady of Shalott.
Ξαφνικά πέφτει στην αντίληψή της ο Ιππότης Sir Lancelot, τον οποίο ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Τότε αφήνει τον αργαλειό της και φεύγει από το δωμάτιο, ενώ η κίνησή της αυτή ενεργοποιεί την κατάρα. Τελικά αποφασίζει να εγκαταλείψει τον Πύργο και να κατευθυνθεί προς το Camelot.
Στον πίνακα του 1888 απεικονίζεται η προσπάθεια απόδρασης της Lady του Shalott από τον πύργο του εγκλεισμού της με τη βοήθεια μιας βάρκας. Στην αριστερή πλευρά της σύνθεσης διαφαίνονται τα σκαλοπάτια που οδηγούν από τον Πύργο στο ποτάμι, το οποίο πρέπει να διασχίσει με μια βάρκα για να φτάσει στο Camelot, στην πραγματικότητα όμως ακολουθεί ένα πλωτό ταξίδι θανάτου αφού μοιάζει σαν να διασχίζει με τη βάρκα ενός αόρατου Ψυχοπομπού Ερμή την Αχερουσία Λίμνη για να καταλήξει στα Ηλύσια Πεδία. Η φυλακισμένη ευγενής χρησιμοποιεί σαν μέσο διαφυγής της μια βάρκα από την οποία προεξέχει το κεντητό εργόχειρό της. Το κέντημά της είναι διακοσμημένο με σκηνές που συνδέονται με το Camelot, όπως το έβλεπε η ίδια μέσα από την αντανάκλασή του στον καθρέφτη: Έφιπποι ιππότες που κατευθύνονται στο Camelot, ο Sir Lancelot, καθώς και μία σκηνή, απότοκο των νοητικών διεργασιών και των ερωτικών συναισθημάτων που προκάλεσε στον πνευματικό της κόσμο η θέαση του Sir Lancelot. Φυσικά η οπτική αυτή επαφή ήταν μονομερής, αφού η νεαρή γυναίκα βρισκόταν απομονωμένη από τον κοινωνικό ιστό και η ύπαρξή της έγινε γνωστή στην κοινότητα του Camelot μετά το θάνατό της, ενώ μέχρι τότε ελάχιστοι την ήξεραν και την αποκαλούσαν «Η νεράιδα-Κυρία του Σαλότ».
Ενστερνιζόμενος τις αρχές και τις τεχνοτροπικές νόρμες του κινήματος των Προ-ραφαηλιτών, ο Waterhouse αξιοποιεί τη χρήση των συμβολικών νοηματοδοτήσεων που κατακλύζουν τη δημιουργία του. Η Lady είναι έτοιμη να αφήσει μια αλυσίδα, τον τελευταίο συνδετικό κρίκο της με την προγενέστερη ζωή της, ή την επίγεια ζωή γενικότερα, όπως αποδεικνύεται στο τέλος του ποιήματος, να απαλλαγεί δηλαδή σε αλληγορικό επίπεδο από τα δεσμά της, είτε αυτά υπαγορεύονται από εξωτερικούς παράγοντες-εν προκειμένω της καθηλωτικής κατάρας- είτε από τα προσκόμματα που δημιουργεί η ψυχοσύνθεσή της στην πνευματική απελευθέρωση, χειραφέτηση και ένταξή της στην πραγματική ζωή, μακριά από το ψευδαισθητικό σύμπαν στο οποίο κινείτο. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονισθεί η αντίφαση του Waterhouse, ο οποίος από τη μία πλευρά παραχωρεί στη γυναίκα της Βικτωριανής περιόδου τη δυνατότητα δράσης και υπέρβασης των περιορισμών και την ίδια στιγμή προτάσσει ως ιδανικό την ιδέα της καταδικασμένης γυναίκας που θυσιάζει τα πάντα, ακόμη και τη ζωή της για την αγάπη.
Στην πλώρη της βάρκας βλέπουμε τον Εσταυρωμένο Ιησού-σύμβολο της θυσίας-που αποτελεί εικονογραφική προαποτύπωση του σαρκικού θανάτου της Lady του Shalott, αλλά και της πνευματικής της Αναγέννησης που έπεται της αναχώρησής της από τον υλικό κόσμο και τα δεσμά του. Την ιδέα της ψυχικής ανάτασης μέσω του σωματικού θανάτου ενισχύει και η παρουσία των χελιδονιών, που στην αγγλική παράδοση συνδέονται τόσο με το θάνατο όσο και την Ανάσταση. Άλλωστε, οι καλλιτέχνες που υιοθετούν στοιχεία από το Ρομαντισμό, παρουσιάζουν συχνά τον πρωταγωνιστή του δημιουργήματός τους ως μια εκκοσμικευμένη φιγούρα του Ιησού. Τα τρία κεριά που τοποθετούνται πίσω από τον Εσταυρωμένο, αντιπροσωπεύουν το αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου και την αναπόδραστη μοίρα του ανθρώπου, το θάνατο. Ως οιωνός φθοράς και θανάτου και σύμβολο της ατέρμονης ανακύκλησης της φύσης λειτουργούν και τα σάπια φύλλα που πέφτουν στο λευκό της φόρεμα και επιπλέουν στην επιφάνεια του ποταμού, μια εικαστική αναφορά στην Οφηλία του Millais που εξετάσαμε σε προηγούμενη ανάλυση. Τελικά, όπως μας πληροφορεί το ποίημα η νεαρή κοπέλα πεθαίνει σιγοτραγουδώντας (όπως και η Οφηλία) και η ροή του νερού μεταφέρει το νεκρό της σώμα στο Camelot. Η αναγνώρισή της γίνεται από την επιγραφή του ονόματός της “The Lady of Shalott” στην πλώρη της βάρκας που είχε σκαλίσει η ίδια πριν την αναχώρησή της. Ο Sir Lancelot τη βλέπει για πρώτη φορά στη ζωή του και λυπάται για το χαμό της αναγνωρίζοντας την ομορφιά και τη χάρη που την περιέβαλλαν.
Τόσο το ποίημα όσο και ο πίνακας αντλούν την έμπνευσή τους από τη θεματική δεξαμενή του θρύλου του Camelot και κυρίως από την Elaine of Astolat, μίας ευγενούς που ζούσε φυλακισμένη σε έναν πύργο στο ψηλότερο σημείο του ποταμού που οδηγούσε στο Camelot. Η τραγική της ιστορία αποτελεί το θέμα του μεσαιωνικού μυθιστορήματος La Damigella di Scalot,ενώ η σκιαγράφηση της ηρωίδας έχει περισσότερη συγγένεια με το χαρακτήρα της όπως παρουσιάζεται στην πρόζα του Thomas Malory: Le morte d’ Arthur. Σύμφωνα με ορισμένους λόγιους, το ποίημα πραγματεύεται την αντίθεση ανάμεσα στη vita activa και τη vita contemplativa, δηλαδή στη στοχαστική ζωή και την ενεργό δράση καθώς και την εσωτερική σύγκρουση που βιώνει ο δημιουργός αναφορικά με τη βιωσιμότητα της τέχνης του στην περίπτωση της πιο έντονης παρουσίας του στα κοινωνικά δρώμενα, ή ακόμη και την αναζήτηση της έμπνευσης στις προσωπικές του εμπειρίες ή στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος κόσμου. Σχετικά με τον Waterhouse, η αναφορά αυτή θα μπορούσε να βρει πάτημα στην υιοθέτηση των αρχών της Προραφαηλιτικής Αδελφότητας. Όπως η ηρωίδα απορρίπτει τον ψευδαισθητικό κόσμο του καθρέφτη για τη βίωση της πραγματικότητας, έτσι και οι Προραφαηλίτες διακρίνονταν για την εμμονική προσκόλλησή τους στην απόδοση του φυσικού κόσμου και μάλιστα με χειρουργική λεπτομέρεια. Σε σύγχρονα συμφραζόμενα η Lady of Shalott θα μπορούσε να αποτελεί σύμβολο του ανθρώπου που υπερνικά τις φοβίες του, τα εσωτερικά του σκαλώματα ή και τη μοίρα του για να δοκιμάσει τις δυνάμεις του στο στίβο της αληθινής ζωής.
Part IV
In the stormy east-wind straining,
The pale yellow woods were waning,
The broad stream in his banks complaining,
Heavily the low sky raining
Over towered Camelot;
Down she came and found a boat
Beneath a willow left afloat,
And round about the prow she wrote
The Lady of Shalott.
And down the river’s dim expanse,
Like some bold seër in a trance
Seeing all his own mischance–
With a glassy countenance
Did she look to Camelot.
And at the closing of the day
She loosed the chain, and down she lay;
The broad stream bore her far away,
The Lady of Shalott.
Lying, robed in snowy white
That loosely flew to left and right–
The leaves upon her falling light–
Through the noises of the night
She floated down to Camelot:
And as the boat-head wound along
The willowy hills and fields among,
They heard her singing her last song,
The Lady of Shalott.
Heard a carol, mournful, holy,
Chanted loudly, chanted lowly,
Till her blood was frozen slowly,
And her eyes were darkened wholly,
Turned to towered Camelot.
For ere she reached upon the tide
The first house by the water-side,
Singing in her song she died,
The Lady of Shalott.
Under tower and balcony,
By garden-wall and gallery,
A gleaming shape she floated by,
Dead-pale between the houses high,
Silent into Camelot.
Out upon the wharfs they came,
Knight and burgher, lord and dame,
And round the prow they read her name,
The Lady of Shalott.
Who is this? and what is here?
And in the lighted palace near
Died the sound of royal cheer;
And they crossed themselves for fear,
All the knights at Camelot:
But Lancelot mused a little space;
He said, “She has a lovely face;
God in his mercy lend her grace,
The Lady of Shalott.”
Χριστιάνα Οικονόμου. Απόφοιτος του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης του ΕΚΠΑ. Κάτοχος MPhil στις Θεατρικές Σπουδές.