ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΕΞΗΓΗΣΗ
Είναι ορισμένοι στίχοι – κάποτε ολόκληρα ποιήματα –
που μήτε εγώ δεν ξέρω τι σημαίνουν. Αυτό που δεν ξέρω
ακόμη με κρατάει. Κι εσύ έχεις δίκιο να ρωτάς. Μη με ρωτάς.
Δεν ξέρω σου λέω.
Δύο παράλληλα φώτα
απ’ το ίδιο κέντρο. Ο ήχος του νερού
που πέφτει, το χειμώνα, απ ‘το ξεχειλισμένο λούκι
ή ο ήχος μιας σταγόνας καθώς πέφτει
από ’να τριαντάφυλλο στον ποτισμένο κήπο
αργά αργά ένα ανοιξιάτικο απόβραδο
σαν το λυγμό του πουλιού. Δεν ξέρω
τι σημαίνει αυτός ο ήχος ωστόσο εγώ τον παραδέχομαι.
Τ’ άλλα που ξέρω στα εξηγώ. Δεν το αμελώ.
Όμως κι αυτά προσθέτουν στη ζωή μας. Κοιτούσα
όπως κοιμότανε, το γόνατο της να γωνιάζει το σεντόνι –
Δεν ήταν μόνο ο έρωτας. Αυτή η γωνιά
ήταν η κορυφογραμμή της τρυφερότητας, και το άρωμα
του σεντονιού, της πάστρας και της άνοιξης συμπλήρωναν
εκείνο το ανεξήγητο που ζήτησα, άσκοπα και πάλι, να στο εξηγήσω.
ΔΥΟ
Την ώρα που σφίγγαμε τα χέρια, δεν άκουγες
τον αγέρα που χωνόταν ανάμεσα στις παλάμες μας.
Ήταν η μνήμη κιόλας που προετοιμαζόταν.
Ήταν ο χωρισμός πριν απ’ την ένωση. Δεν άκουγες.
Ήσουνα ολόκληρη· ζωσμένη όλη τη γύμνια σου,
τόσο περήφανα απροστάτευτη, σαν ένα δάσος μες στην πυρκαγιά.
(Από τη συλλογή ποιημάτων «Ασκήσεις» 1950-1960)
(περισσότερα…)