Caravaggio.Το δείπνο στους Εμμαούς και οι «γήινοι Άγιοι».
Το δείπνο στους Εμμαούς (1596-1602)
Σύμφωνα με το Ευαγγέλιο του Λουκά(24:13-32) μετά την Ανάσταση του Ιησού Χριστού, ο Χριστός συναντά δύο μαθητές του, οι οποίοι όμως δεν τον αναγνωρίζουν παρά κατά τη διάρκεια του δείπνου από τον τρόπο που ευλογεί και κόβει το ψωμί. Αλλά ύστερα από αυτό, η εικόνα του Χριστού εξαφανίζεται. Στο Ευαγγέλιο του Μάρκου(16:12), αναφέρεται ότι ο Ιησούς εμφανίστηκε με άλλη μορφή στους μαθητές του και γι’ αυτό πιθανόν ο Caravaggio επέλεξε να αποτυπώσει τη φιγούρα του Ιησού, σαν ένα νεαρό άτομο, ανέγγιχτο από το σταυρικό μαρτύριο και όχι με γενειάδα και ορατά τα σημάδια του ψυχικού πάθους και της σωματικής εξουθένωσης. Το φως που εισέρχεται στον ζωγραφικό χώρο από την αριστερή κορυφή του έργου αποκαλύπτει την έκπληξη των Αποστόλων κατά τη στιγμή της αναγνώρισης, την κλιμάκωση της αφήγησης. Το φως λειτουργεί όχι μόνο ως μέσο φωτισμού της σκηνής, των απεικονιζομένων μορφών και της επίτευξης του λεγόμενου κιαροσκούρο, αλλά συγχρόνως προσλαμβάνει το χαρακτήρα αλληγορίας, καθώς συνιστά μια πνευματική αποτύπωση της αποκάλυψης, της μορφής του Ιησού που ακροβατεί στη διελκυστίνδα μεταξύ του ορατού κόσμου της ύλης και της φθαρτότητας και του αόρατου, του πνευματικού, όπου ενοικούν οι ψυχές μαζί με το Θεό και τις αγγελικές δυνάμεις. Δύο παράλληλα σύμπαντα, το καθένα με τη δική του ζωή που όμως αλληλοεπιδρούν, όπως στη σκηνή της αποκάλυψης, που ο Ιησούς αποτέλεσε τη γέφυρα μεταξύ των δύο κόσμων με την εμφάνισή του στους μαθητές του, για να μεταβεί και πάλι στον υπερβατικό χωροχρόνο. Ο δημιουργός πολύ εύστοχα αντισταθμίζει την παροδικότητα αυτής της φευγαλέας στιγμής και της χαρμολύπης των μαθητών του με την τοποθέτηση της νεκρής φύσης στο τραπέζι, μια από τις αγαπημένες του επιλογές, ένα αντικείμενο που εκτός από την ηρεμία που αποπνέει, θυμίζει στον θεατή την εφημερότητα της ύπαρξής του και τον παρωθεί στις επίγειες και σαρκικές απολαύσεις, καθώς σε προγενέστερες δημιουργίες του η νεκρή φύση συνδέεται με τη χαρά της ζωής.
Η τέχνη του Caravaggio είναι διαποτισμένη με έντονα και πολυποίκιλα θεατρικά στοιχεία. Κυρίαρχα χαρακτηριστικά της τεχνικής του καθίστανται το πάθος, η κίνηση, η εκφραστικότητα και η χειρονομία, καθώς και η τεχνική της φωτοσκίασης, του κιαροσκούρο, που δεσπόζει στη συντριπτική πλειοψηφία της σύνολής του δημιουργίας του, δίνοντας στο θεατή την εντύπωση όχι ενός στατικού πίνακα ζωγραφικής, αλλά μιας δυναμικής σκηνής θεατρικού δρωμένου με πλούσια αφηγηματικά στοιχεία. Το αριστερό χέρι του μαθητή του Ιησού, για παράδειγμα, τεντώνεται με τέτοιο τρόπο που προσδίδει μια νοητή συνέχεια της σκηνής εκτός του ζωγραφικού-δραματικού χώρου, προσκαλώντας τον θεατή να μετάσχει στα τεκταινόμενα. Σαφώς πρόκειται για ένα ψευδαισθητικό τρυκ, που εξαίρει τη δραματικότητα που χαρακτηρίζει τα έργα του Caravaggio. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί η ρεαλιστική απεικόνιση των Αποστόλων, τόσο στο συγκεκριμένο πίνακα όσο και σε άλλες δημιουργίες του Caravaggio. Οι μαθητές του Ιησού, ακόμη και μετά την επιφοίτησή τους, την Πεντηκοστή, σε σκηνές γαλήνης ή μαρτυρίου αποτυπώνονται σαν καθημερινοί άνθρωποι, απογυμνωμένοι από κάθε είδους πνευματικότητα και ηρωϊκότητα, σαν ένα είδος «Γήινων Αγίων», σε αντίθεση με τις μορφές άλλων καλλιτεχνών, που οδηγούνται στο μαρτύριο ως ήδη εξαϋλωμένες θείες οντότητες. Αυτό εν πολλοίς οφείλεται στην οικονομική αδυναμία του Caravaggio να προσλάβει μοντέλα για την απεικόνιση των μορφών του με αποτέλεσμα να αποτυπώνει χαρακτήρες που συναντούσε ακόμη και σε ταβέρνες ή χαρτοπαικτικές λέσχες. Φυσικά, η επιλογή του αυτή προκάλεσε την οργή του κλήρου. Όμως ποιος αποκλείει από τον Παράδεισο τους κοινωνικά περιθωριοποιημένους ή ακόμα και τους αμαρτωλούς; Αυτή η απόφαση ανήκει αποκλειστικά στο Θεό.
Χριστιάνα Οικονόμου-Απόφοιτος του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης του ΕΚΠΑ. Mphil in Theatrical Studies.