You are currently viewing Η θέση της Ψυχής στην αισθητική θεωρία του Πλωτίνου.

Η θέση της Ψυχής στην αισθητική θεωρία του Πλωτίνου.

Η θέση της Ψυχής στην αισθητική θεωρία του Πλωτίνου. Τι είναι , ποιες οι ιδιότητες της Ψυχής πώς συνδέεται με το Κάλλος και ποια η δυνατότητά της να οδηγηθεί στην κάθαρση , αθανασία και τελείωση; Που έγκειται η επίδραση του Πλάτωνα ;

Οι Ψυχές εγκλείονται εν είδη τιμωρίας στα δεσμά του υλικού σώματος εξαιτίας της αυτομόλησής τους από τον διανοητικό χώρο του Νου και της ροπής του προς την αυτεξουσιότητα. Στην πέμπτη Εννεάδα[1] ως αιτία αυτής της ενέργειας αναδεικνύεται η ελεύθερη βούληση και ανεξαρτησία των ψυχών, που έκαναν αλλόγιστη χρήση της δυνατότητας αυτοκίνησής τους, κατευθυνόμενες με αντίθετη φορά από τη θεία προέλευσή τους, την οποία αγνοούν πλήρως.  Ο Πλωτίνος αποδίδει στην Κοσμική Ψυχή τον χαρακτηρισμό «ουρανίαν Αφροδίτην» επειδή στρέφεται προς τα άνω, στον τόπο των ιδεών, αλλά και «πάνδημον Αφροδίτην» λόγω της έλξης της από τον κόσμο των υλικών σωμάτων, ενώ ταυτίζεται υπό την έννοια αυτή με τη Φύση[2].  Αξίζει να σημειωθεί ότι η διαφοροποίηση αυτή απαντάται ήδη στο Συμπόσιον του Πλάτωνος,  όπου στο εγκώμιο του έρωτα από τον Παυσανία, ο ομιλών διακρίνει την Αφροδίτη στην Ουρανία, η οποία είναι πρεσβυτέρα και άνευ μητρός, αλλά θυγατέρα του Ουρανού και στην Πάνδημον, νεώτερη στην ηλικία, γέννημα του Διός και της Διώνης.

Η ανθρώπινη Ψυχή διακτινοβολεί το σώμα, όπως το φως διαπερνά τον αέρα, χωρίς να προσδένεται σε κάτι αισθητό και απτό[3]. Η δράση της ψυχής στα πλαίσια της φθοροποιού επίδρασης της αέναης ροής του χρόνου ελλοχεύει κινδύνους για τη διατήρηση της αθανασίας της. Οι αντίρροπες τάσεις που διέπουν την ψυχή, συνίστανται στην έλξη της από την πρωτογενή πηγή της συμπαντικής δημιουργίας, το Εν και συγχρόνως από τον κόσμο της ύλης, στο σχηματισμό του οποίου οδήγησε η διοχέτευση του πλεονάσματος της ουσίας της ψυχής, συντελώντας στην ολοκλήρωση της διαδικασίας της δημιουργικής πορείας, που ξεκίνησε με αφετηρία και πρωτογενή εστία το Εν και συνεχίστηκε με τον απότοκο της υπερχείλισης της ζωοδότειρας ενέργειας του, τον Νου. Σύμφωνα με τον Πλωτίνο, η ψυχή «εστάλη από το Θεό για να ολοκληρώσει το δημιουργικό του έργο. Η συνύφανσή της όμως με την υλική πτυχή της δημιουργίας δύναται να αλλοτριώσει την αθάνατη ουσία της, διότι η αίσθηση υπεροχής της στην άμορφη ύλη της υποβάλλει την ιδέα ότι δρα ως αυτόβουλη και αυτοδύναμη οντότητα και όχι ως εντεταλμένη από το Θείο για να εκπληρώσει μία ορισμένη αποστολή.Η καθυπόταξη του υλικού δημιουργήματός της, του αισθητού κόσμου, καλλιεργεί στην ψυχή το αίσθημα της αλαζονείας και της αυταρέσκειας, η οποία συνθέτει συνθήκες άπωσης από την πηγή της και κατά συνέπεια της πρόσδεσής της στην αναπόφευκτη φυσική απόληξη των φθαρτών όντων, το θάνατο. Παρά τη διάβρωση και τον αποπροσανατολισμό της ψυχής από τα συνθετικά στοιχεία του αισθητού κόσμου, καθώς εκείνη εμπεριέχει ένα ποσοστό της θείας ουσίας έχει τη δυνατότητα να απεγκλωβιστεί από τα υλικά δεσμά της και να επιστρέψει στη γενεσιουργό μήτρα της, την ύψιστη θεότητα, το Εν. Η ψυχή ως φυσική προέκταση του Ενός πρέπει να εκπληρώσει την αποστολή της, η οποία έγκειται στην ηθική τελείωση της υλικής ύπαρξης και στην αναγεννητική επιστροφή της στο Εν. Η μεταφορική αναρρίχηση της ψυχής στον ανώτερο, άυλο και -ασύλληπτο από τα αισθητηριακά δεδομένα του θνήσκοντος σώματος του ανθρώπου κόσμο-, καθίσταται μία βαθμιαία ανοδική πορεία προς το πιο πραγματικό και πιο ενεργό, που πραγματώνεται με τη διάνυση τριών υπερβατικών σταδίων, όπου ο ανώτερος αναβαθμός συγκροτεί την καθαρότερη θεότητα, που συμπυκνώνει το σύνολο κάθε δυνάμεως και οντολογικής υπερεπάρκειας.  Το πρώτο στάδιο αποτελεί την προσπάθεια επιστροφής της ψυχής στην ουσία της, η οποία τρόπον τινά συνιστά ένα είδος υπέρβασης της λήθης. Μετά τη διαδικασία αυτή που συμβάλλει στην κάθαρση της ανθρώπινης ψυχής, εκείνη μεταπηδά στη δεύτερη φάση όπου συντελείται ο διαφωτισμός της υπό τη μορφή της μετοχής της στη ζωή του Νου, ενώ στο τρίτο και τελευταίο στάδιο ενώνεται με το Εν και οδηγείται στη θέωση. Το Εν, ο Νους και η Ψυχή αποτελούν τις τρεις αρχικές υποστάσεις, ενώ η ύλη είναι  η κατώτατη βαθμίδα σε αυτή την κλίμακα καθόδου από τη σφαίρα του Αγαθού. Η ύλη δεν έχει υπόσταση, αλλά συνιστά το όριο του όντος , τη δυνατότητα με την αρωγή της οποίας η Κοσμική Ψυχή σχηματίζει την πολλότητα των αισθητών όντων, τα ταξινομεί και τα διαμορφώνει[4].

Στην πρώτη Εννεάδα, στην πραγματεία «περί του καλού», ο φιλόσοφος επισημαίνει ότι το ωραίο φανερώνεται στις αισθησιακές λειτουργίες και  ως επί το πλείστον στην αίσθηση της όρασης, αλλά και στην ακοή, στις συνθέσεις των λεκτικών σχημάτων, στη μελωδία και στο ρυθμό των μουσικών δημιουργιών, ενώ υφίσταται ως υπεραισθητό κάλλος στα ήθη, στις πράξεις και στις αρετές [5]. Στην απόπειρα οριοθέτησης του κάλλους και διάκρισής του σε ποικίλες εκφάνσεις προβαίνει στο διαχωρισμό της ομορφιάς των αντικειμένων που εμπίπτουν στο οπτικό και ακουστικό πεδίο του ατόμου και στου υπεραισθητού κάλλους. Η διάκριση που επιχειρείται από τον Πλωτίνο ξεκινά από τα αισθητά αντικείμενα για να καταλήξει στα νοητά. Στο πλαίσιο αυτό, η οπτική εμπειρία διαδραματίζει καίριο ρόλο για τη σύλληψη του κάλλους, καθώς η όραση συνδέεται με τον τόπο του αισθητού κόσμου στον οποίο ανιχνεύεται  σε μεγαλύτερο βαθμό η ομορφιά, αποτελώντας το βασικό μέσο θέασης του Υπέρτατου Κάλλους.   Από την άλλη πλευρά, η υπέρβαση των ερεθισμάτων με τα οποία οι αισθήσεις τροφοδοτούν το άτομο και η ένωση της ανθρώπινης ψυχής με τον Υπέρτατο Νου, το Αγαθό,[6] που χαρακτηρίζεται για την τελειότητά του και ως εκ τούτου συνιστά τη γενεσιουργό μήτρα, την πρωταρχική ύλη του φυσικού κόσμου, φέρνει το ον σε επαφή με μία άλλη μορφή ομορφιάς, η οποία δε γίνεται αντιληπτή μέσω των αισθητικών λειτουργιών. Κατά τον Πλωτίνο, ορισμένες οντότητες είναι καθ’ εαυτές όμορφες, ενώ το κάλλος άλλων υλικών αντικειμένων, εκπορεύεται από τη συμμετοχή τους σε μία ιδέα, την οποία η ψυχή ανακαλεί ως ανάμνηση, με αποτέλεσμα να αναγνωρίζει στην ουσία το κάλλος που ενοικεί στα σώματα και να ελκύεται από την οπτική αυτή εικόνα. Η αδυναμία ενός υλικού αντικειμένου να μορφοποιηθεί και να ενταχθεί σε κάποια ιδέα, σε ένα νοητικό σχήμα, το καθιστά δυσειδές και άμοιρο του θείου λόγου.  Η ψυχή ωστόσο που είναι δέσμια των αισθητών αντικειμένων και των σωματικών παθών αναζητά την ηδονή στην ασχήμια. Για την ψυχή η ασχήμια είναι ένα επίκτητο κακό, που την καθιστά ακάθαρτη, επιτρέποντας τη σύμμειξή της με τα κατώτερα, ανοίκεια προς τη φύση  αυτής  σωματικά στοιχεία[7].  Μόνο μετά τον εξαγνισμό της από τη σύνδεσή της με την υλικό σώμα, μπορεί να έρθει σε επαφή με το πραγματικό κάλλος. Κατά τη διαδικασία της απόσπασης της ψυχής από τη θεία ουσία και την ενοίκησή της στα πεπερασμένα θνητά σώματα, αποξενώθηκε και λησμόνησε ολοκληρωτικά τη θεϊκή της φύση.

Ο άνθρωπος οφείλει να περιφρονεί τις ηδονές της επίγειας ζωής και να αποβάλει το γήινο κομμάτι της υπαρξιακής του υπόστασης. Ως εκ τούτου ο χωρισμός της ψυχής από το υλικό σώμα δε θα πρέπει να τον πτοεί. Η ψυχή εξαγνισμένη από τα σωματικά πάθη, καθίσταται Ιδέα και νόησις και πλήρως ασώματη πλέον, υποτάσσεται εξ’ ολοκλήρου στο θείο, το οποίο αποτελεί την πηγή από την οποία εκπορεύεται το κάλλος[8]. Ακολουθώντας αυτή τη συλλογιστική πορεία ο Πλωτίνος συνάγει ότι το αγαθό και το κάλλος αποβλέπουν στην εξομοίωση της ψυχής με το θείο, δεδομένου ότι το ωραίο και ό,τι συνιστά την πραγματικότητα προέρχεται από το Θεό, το Υπέρτατο Αγαθό. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του τοποθετείται πλέον αποκλειστικά το Υπέρτατο Ον, το πρωταρχικό κάλλος, που παραμένοντας το ίδιο αναλλοίωτο και αμετάβλητο, παρέχει την ιδιότητα της ευμορφίας στα αισθητά αντικείμενα, χωρίς να διατηρεί μαζί τους μία σχέση αλληλεπίδρασης[9]. Μόλις η κεκαθαρμένη ψυχή , που έχει απεκδυθεί  το μανδύα της ύλης ατενίσει το Ον, θα το αγαπήσει με πάθος και θα απαξιώσει όχι μόνο τις σωματικές ηδονές αλλά και τις προγενέστερες αισθητές απεικονίσεις του κάλλους, οι οποίες δεν είναι πρωτογενείς, αλλά επίκτητες, προερχόμενες από το Καλό. Η θέαση της ανυπέρβλητης αυτής οντότητας εισάγει το άτομο σε μία κατάσταση ψυχικής ευφορίας, στην οποία δε δύνανται να μετάσχουν όσοι αναλώνονται στην άσκηση της εξουσίας. Για την κατάκτηση του αληθινού κάλλους, ο άνθρωπος οφείλει να αγνοήσει την ευμορφία των υλικών σωμάτων, τα οποία αποτελούν σκιώδη είδωλα και απεικάσματά του[10], ενώ το ορών υποκείμενο πρέπει να γίνει όμοιο και συγγενές προς το αντικείμενο παρατήρησης ώστε να κατανοήσει την ουσία του. Η ψυχή, όπως και κάθε οντότητα θα καταστεί κοινωνός του Ωραίου, μόνο αν και η ίδια είναι ευειδής. Κατά τη μετάβασή της σε μία ανώτερη πνευματική κατάσταση, κάθε οντότητα όταν αρχικά φτάσει μέχρι το νου, θα αντιληφθεί ότι στις ιδέες που συνιστούν προϊόν της  νόησης έγκειται το κάλλος . Οι ιδέες δε συνιστούν απλές αφαιρέσεις της νόησης, αλλά εσωτερικές πραγματικότητες, που ενυπάρχουν στα αντικείμενα και στα έμβια όντα δυνάμει της οποίας υφίστανται.  Το Ωραίον, ο τόπος των ιδεών πρέπει να διαχωριστεί από το Αγαθό, το οποίο προϋπάρχει του κάλλους και ως τέλειο, πρωταρχικό πνευματικό αρχέτυπο, αποτελεί πηγή ζωής του κάλλους αλλά και των ιδεών[11]. Με αυτή τη διαδικασία η Ψυχή διάγει τον κατά λόγον βίο, που νοείται ως επάνοδο της ψυχής στον εαυτό της, ως πραγμάτωση της εσωτερικής ροπής η οποία την οδηγεί στην αυτοσυνειδησία. Η κατά λόγον ζωή μεταφράζεται ως άρση και άρνηση της πολυμορφίας του εξωτερικού κόσμου, που συνεπάγεται την κατάργηση της πολλότητας και την επαναγωγή στην απόλυτη ενότητα, η οποία υφίσταται αποκλειστικά στον διανοητικό τόπο  του πνεύματος.

Πώς επηρεάστηκε από τον Πλάτωνα;

Οι επιρροές των στοχαστικών διατυπώσεων του Πλάτωνα είναι έκδηλες στο νοητικό σύστημα του συνεχιστή του. Στον Αλκιβιάδη (129e-131a,132c-133c) ο φιλόσοφος τοποθετεί τη βαθύτερη ουσία του ατόμου στην εισχώρηση της ψυχής στο υλικό, γήινο σώμα που υπόκειται στον απαρέγκλιτο νόμο της φυσικής φθοράς της αέναης ροής του χρόνου. Η ψυχή υπερβαίνει τους νόμους της φύσης, αποτελώντας αντικατοπτρισμό της θείας ουσίας, ενώ το γήινο σώμα περιορίζεται στον ρόλο του οχήματος μεταφοράς της. Η δημιουργία του αισθητού κόσμου και ο μετασχηματισμός των πραγμάτων από τα οποία αυτός συναπαρτίζεται, έχει τις ρίζες της στην αέναη κίνηση της  ψυχής[12].  Η ψυχή συνιστά την πηγή των γνωσιακών πληροφοριών και την αδιάσπαστη λογική ενότητα στην οποία ανάγονται όλα όσα συντελούνται στο σύμπαν των αισθήσεων. Το έργο της αποσκοπεί στη σύλληψη των Ιδεών, αλλά και στην προσπάθειά της να μορφοποιηθεί σύμφωνα με τα αμετάβλητα αυτά αρχέτυπα, τις θεϊκές και αθάνατες οντότητες, τις οποίες ανακάλυψε στον θείο και νοητό τόπο προέλευσής της, προτού διεισδύσει στο ανθρώπινο σώμα[13]. Εντούτοις, όπως σημειώνεται στον Τίμαιο[14], καθώς η ψυχή μετέχει εκ παραλλήλου στον κόσμο των αισθητών πραγμάτων, συγκροτεί ένα ενδιάμεσο μεταξύ του υλικού και του νοητού σύμπαντος. Στον ίδιο διάλογο προτάσσεται ως συνδετικός κρίκος των δύο κόσμων, ο «χώρος», που νοείται ως ένα σταθερό σύστημα τόπων, μέσα στους οποίους καθορίζεται η μεταβολή των κατηγορουμένων. Ως εκ τούτου, καθίσταται έκδηλη η προσπάθεια αναζήτησης ενός μηχανισμού  σύζευξης της αισθητής και της νοητής σφαίρας, ενώ στον Φίληβο[15] τονίζεται ότι δεν υπάρχει απόλυτος διαχωρισμός μεταξύ τους.  «Όντας και τα δύο μεικτά δε διαφέρουν το ένα από το άλλο, παρά ως προς το βαθμό της τελειότητάς τους. Κάθε μείγμα είναι περισσότερο ή λιγότερο τέλειο ανάλογα με το αν το πέρας και το άπειρο, από τα οποία αυτό συνίσταται, ενώνονται σύμφωνα με τους κανόνες του μέτρου ή όχι. Το γεγονός ότι οι ιδέες είναι μείγματα-έστω κι αν αυτά έχουν συσταθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο-τις διαφοροποιεί από το Αγαθό, την αληθινά υπερβατική αρχή που βρίσκεται πάνω από κάθε μείξη, αποτελώντας την έσχατη προϋπόθεσή της»[16].    Αποτέλεσμα του διφυούς χαρακτήρα της ψυχής είναι η ενσωμάτωση αντίρροπων στοιχείων και από τους δύο κόσμους, που μεταφράζονται στο διχασμό της στο εξευγενισμένο και στο πιο πρωτόγονο τμήμα της, την εύθραυστη ισορροπία των οποίων προσπαθεί να διασφαλίσει η Νόηση[17]. Η ανθρώπινη ψυχή αποτυπώνεται ως ένα αντίγραφο της κοσμικής ψυχής, ένα μείγμα το οποίο συνθέτουν τα ίδια συστατικά με εκείνη. Στα γραπτά μνημεία του πρώιμου πλατωνικού στοχασμού, η κάθαρση της ψυχής,  νοείται ως ο όσο το δυνατόν πιο πλήρης χωρισμός της ψυχής από το σώμα[18].    Στη διάρκεια της εξελικτικής πορείας του φιλοσοφικού συστήματος του Πλάτωνος, η οξεία αντίθεση ανάμεσα στις δύο υποστάσεις που συναπαρτίζουν την ανθρώπινη οντότητα σταδιακά αμβλύνεται, ενώ τοποθετείται στον εξοβελισμό κάθε διαβρωτικού για την αθανασία και την ηθική ακεραιότητα της ψυχής στοιχείου[19]. Η αποτίναξη των χαρακτηριστικών αυτών, αποτελεί προϋπόθεση για τη μετάβαση της ψυχής στον ουράνιο τόπο των αθάνατων, άυλων και αμετάβλητων Ιδεών, η γνώση των οποίων θα την οδηγήσει στη θέαση του Αγαθού. Στον πνευματικό αυτό αγώνα του, ο άνθρωπος επικουρείται από τον φιλόσοφο, ενώ στην ψυχή προϋπάρχουν οι a priori έννοιες, οι Ιδέες που λησμονήθηκαν κατά την εισχώρηση της ψυχής στο σώμα.

 

[1] Πλωτίνος, Εννεάδα v 1.10,1-15

[2] Πλωτίνος, Εννεάδα, VI, 9.9,29-31.

[3] Κωσταράς,Πλωτίνου Όψεις, σ.32.

[4] Κωσταράς, Πλωτίνου Όψεις, σ.33.

[5] Πλωτίνου, Εννεάς Α.1

[6] Στο σημείο αυτό ο Πλωτίνος διαφοροποιείται από τον Πλάτωνα, καθώς δε θεωρεί τις ιδέες  πρωταρχικές οντότητες , αλλά το Αγαθό, το οποίο ο Πλάτων εκλαμβάνει ως την ανώτερη Ιδέα.

[7] Πλωτίνου, Εννεάς Α.5, σ.204-205

[8] Πλωτίνου, Εννεάς Α.6, σ.206-207

[9] Εννεάς Α. 7, σ. 208-209.

[10] Εννεάς Α. 8, σ.210-211.

[11] Εννεάς Α.9, σ. 214-215.

[12] Μαραγγιανού-Δερμούση, Πλατωνικά Θέματα, σ.72.

[13] Ό.π., σ.73.

[14] Πλάτων, Τίμαιος (35a-e)

[15] Φίληβος,(26d,64 d-e)

[16] Μαραγγιανού-Δερμούση, Πλατωνικά Θέματα, σ.113.

[17] Ό.π., σ.74.

[18] Ό.π., σ.85.

[19] Ό.π., σ.86.

Αφήστε μια απάντηση