Γεωργία Δρακάκη
Σταθμίστηκαν λοιπόν τα δικαιώματα.
Θάνατος στον ιό.
Θάνατος στην γάμπα της μικρής μπαλαρίνας.
Θάνατος στο ενδέκατο φιλί των αγοριών του τρίτου εδράνου.
(Μιλώ για ακυρωμένα ραντεβού, μιλώ για προδοσίες που δεν θα συμβούν,μιλώ για συνέργειες αναπνοών που δενσσσσς,λένε πάλι τις ειδήσεις)
Κάτω από το μαόνι του γραφείου των αποφάσεων
παιδιά που έκλαψαν γοερά όταν τα κάλεσε η γη πατιώνται τώρα σαν σκόρδα να βρωμούν τα δάχτυλα πάστα βιταμινούχα για το τηγάνι της μισθωτής ευτυχίας και της άκρως απόρρητης ατυχίας μας
μεταξύ τσιμεντένιων οκταώρων που πλακώνουν την ψυχή
νάυλον εικοσιτετράωρα τώρα που μας κόβουν την ανάσα
σπίτια σιδερωμένα,μάτια κόκκινα,βρακιά προχθεσινά
Πάνω στα δόντια μου γαντζώθηκαν φωνές με χίλια δίκια
Δεν έχω ταυτότητα δεν έχω διεύθυνση δεν έχω δουλειά δεν έχω σεβασμό δεν πήρα ένσημο ποτέ μου ούτε την λέξη ξέρω να γράψω δεν λείπω σε κανέναν δεν μου τηλεφωνεί το παιδίημάναμουοτάδε δεν έχω άλλη χλωρίνη δεν βγήκα στιγμή έξω δεν είχα λεφτά τρώω αυγά τρώω νερό τρώω τα σκατά μου θέλω πρέζα θέλω ήλιο θέλω ύπνο θέλω τον Χριστό
Κι είναι τα χέρια των γαντζωμένων σφιχτά,ουρλιάζουνε
είναι τα δικά μου χέρια, είναι τα μυστικά μου,
είναι που ντρέπομαι
Υπάκουη από μηδέν χρονού
στο γάλα που ρούφαγα, στον έλεγχο του καλοκαιριού
στις εξετάσεις, στις αλήθειες, στις αγάπες, στα λάθη,
στις καραντίνες
Δεν έσπασα ποτέ μου το κεφάλι ενός παιδιού με μία πέτρα
Δεν την κοπάνησα, δεν εξαφανίστηκα,
το όνομά μου είναι Παρούσα και αντηχάει στην άδεια τάξη
Όλα αυτά τα χρόνια με το άρωμα φωτιάς,
γνώρισα τα κατακάθια, γνώρισα τις πυρκαγιές
γυμνώθηκα στων μαχαιριών τις άκρες
δεν κέρδισα τίποτε, πέρα από το κουράγιο και το θράσος
να γράφω αυτές τις λέξεις
βγήκα στο δρόμο για να δημιουργήσω, όχι να χαλάσω κι ας έβραζα δεν με συμπάθησε κανένα κίνημα, καμία κλίκα ταλέντων
δεν με θέλησε καμία κάστα ωραίωνέωνκιαφελών
έξω απ’ την πόρτα μου σειρήνες και μέσα άρωμα πορτοκαλιού
α!και ανδρικού ιδρώτα-κάτι, μου είπες, κάνω λάθος
κι εγώ συνέχιζα να ζω, να θέλω, να τρέχω, να προλαβαίνω
Σταθμίστηκαν λοιπόν τα δικαιώματα
Νομίζω πως ακούω ψέματα, νομίζω πως φταίω για την ελευθερία μου που έχασε ακόμα ένα δάχτυλο, νομίζω πως έπρεπε να είχα φωνάξει δυνατότερα κάποτε, νομίζω πως ακόμα προλαβαίνω, αλλά το ψυγείο αδειάζει, το σώμα σκονίζεται, η άνοιξη είναι μια καριόλα και μισή, η γαρδένια μου συγκατοικεί αναγκαστικά με μια τσουκνίδα, έχω βαρεθεί να αισθάνομαι άβολα, έχω σιχαθεί με τις λεπτές θέσεις και με τις κόκκινες γραμμές, η τσουκνίδα με τσούζει φριχτά,
διαπερνά το γάντι
δεν θα έχω ζωή, δεν θα έχουμε
(σαν ψίθυρος, σαν αλήθεια που συλλαβίζεται τρομακτικά)
δεν ξέρω αν με συμφέρει αυτή η στάθμιση, αγάπη μου
πάλι πρέπει να χωριστούμε σε στρατόπεδα
πάλι να πάρουμε μεριά ή να σωπάσουμε τελείως
εγώ δεν σωπαίνω τώρα
εγώ δεν σώπασα ποτέ
κι αν σε ενοχλεί το “εγώ” που γράφω
τράβα στα παζάρια της σεμνοτυφίας-μπακιρένια και φθηνή, να πουλάς και ν’ αγοράζεις άλφα πληθυντικό και μαλακίες
Άκου να δεις, ζούμε βουτηγμένοι μες στο αίμα μας
πονάει το πράμα εκεί έξω, πονάει κι εδώ μέσα
είμαστε υποδιαστολές και αστερίσκοι σε υπομνήματα, ρε
-δεν πα να γαμηθούνε όλα λέω γω-
κι ύστερα ακούω τα πουλιά της οδού Νεκταρίου
κι ύστερα θυμάμαι πως ξημερώνει
και πως έχω ένα ακόμα, ένα τελευταίο τσιγάρο
μακάρι να μπορούσα τώρα να το δώσω στη χοντρή μαύρη του υπογείου, την είδα σήμερα, έκλαιγε γοερά, κι όχι επειδή θα μείνει μέσα, την είδα σήμερα με την μουσταρδί ρόμπα, δεν είπα τίποτα, δεν την αγκάλιασα, μες στο ασανσέρ έβγαλα με μανία το κόκκινο κραγιόν μου από το στόμα κι αυτό ήταν όλο
καπνίζω