Το ιερό της Ελευσίνας
γράφει ο
Δημήτριος Ρωμανός
Ένα ακόμη ιερό με πανελλήνια αίγλη και ακτινοβολία ήταν προς τιμή της θεάς Δήμητρας, της κόρης της Περσεφόνης και ενός ήρωα της περιοχής, του Τριπτόλεμου στην Ελευσίνα. Η λατρεία της Δήμητρας εξαπλώθηκε στην κεντρική και νότια Ελλάδα από τη Θεσσαλία. Η πόλη της Ελευσίνας, όμως, αποτέλεσε το κέντρο της λατρείας της μέσα από τα Ελευσίνια Μυστήρια, τα οποία η ίδια καθιέρωσε. Το ιερό, σε αντίθεση με τα άλλα δύο που ήταν εκτός του άστεως, ήταν Αστικό. Βρίσκονταν στην πόλη της Ελευσίνας. Εκεί γύρω στο τέλος του 7ου αιώνα και τις αρχές του 6ου, η πόλη της Ελευσίνας με τη γύρω περιοχή περιήλθε στην κατοχή των Αθηνών. Έκτοτε η πόλη των Αθηνών αναλαμβάνει την κύρια ευθύνη για την τέλεση των μυστηρίων.
Η περιοχή του ιερού περιβάλλεται από Περίβολο (υπήρχε σε κάθε ιερό και αποτελούσε τα όρια αυτού). Εντός του περιβόλου ήταν η ιερή αυλή που ήταν χώρος συγκέντρωσης των πιστών και καταληκτικό σημείο της Ιεράς οδού, τα Μεγάλα Προπύλαια Δωρικού ρυθμού και τα Μικρά Προπύλαια Ιωνικού ρυθμού. Έπειτα συναντάμε το περίφημο Τελεστήριο, το οποίο ήταν μία μεγάλη τετράγωνη αίθουσα με έξι εισόδους, δύο σε κάθε πλευρά και οκτώ βαθμίδες για τους μύστες στις τέσσερις πλευρές. Στο κέντρο του υπήρχε το ανάκτορο, το άδυτο των ελευσινίων μυστηρίων, όπου έμπαινε μόνο ο Ιεροφάντης για την τέλεση των μυστικών ιερουργιών. Επίσης υπάρχουν οι Βωμοί, το Φρέαρ (όπου σύμφωνα με τον ομηρικό ύμνο κάθισε η Δήμητρα όταν έφθασε στην Ελευσίνα), οι Θησαυροί, το Πλουτώνιο (περίβολος με σπηλιά) και το Μυκηναϊκό Μέγαρο (δευτερεύον ναός σε σχήμα ορθογωνίου με κίονες κατά μήκος του κυρίου άξονα).
Αναφορικά με τα Ελευσίνια Μυστήρια, εκείνα τελούνταν δύο φορές το χρόνο. Τον μήνα Μάρτιο ή Ανθεστηριώνα λάμβαναν χώρα τα λεγόμενα και «Μικρά Μυστήρια», στα οποία είχαμε την αρχική μύηση όσων επιθυμούσα να μυηθούν. Μετά από επτά μήνες κατά τον Σεπτέμβριο ή Βοηδρομιώνα γινόταν η τέλεση των «Μεγάλων Μυστηρίων». Εκεί, όσοι είχαν μυηθεί στο πρώτο στάδιο προχωρούσαν στο επόμενο που ήταν η καθεαυτή μύηση ή «τελετή», ενώ τις τελευταίες ημέρες ακολουθούσε η υπέρτατη μύηση ή «εποπτεία». Απαραίτητη προϋπόθεση για να λάβει κάποιος μέρος ήταν να εκπληρώνει δύο βασικές προϋποθέσεις: να μην ήταν δολοφόνος και να μιλούσε την ελληνική γλώσσα. Με χαρακτηριστική φωνή ο ιεροφάντης φώναζε: «έκας οι βέβηλοι».
Κατά την έναρξη των μεγάλων μυστηρίων ξεκινούσε μία πομπή από την Ελευσίνα προς την Αθήνα, η οποία συνόδευε τα ιερά αντικείμενα μέσα σε καλάθια. Η πομπή ξεκινούσε από το Τελεστήριον και κατέληγε στην Αθήνα σε ειδικά διαμορφωμένο οίκημα, το Ελευσίνιον. Στη συνέχεια οι υποψήφιοι μύστες κατηφόριζαν προς τη θάλασσα για να καθαρθούν με το θαλασσινό νερό και να θυσιάσουν έναν χοίρο προς τιμήν της Δήμητρας και της Περσεφόνης. Μετά από μερικές ημέρες ακολουθούσε η επιστροφή στην Ελευσίνα των ιερών αντικειμένων με τη συνοδεία ωδών προς τον θεό Ιάκχο, του οποίου το άγαλμα προπορευόταν της πομπής. Όταν επέστρεφαν στο ιερό της Ελευσίνος ακολουθούσαν οι τελετές μυήσεων. Αυτό το τελευταίο στάδιο περιβάλλονταν από άκρα μυστικότητα επί ποινή θανάτου. Είναι χαρακτηριστικό ότι ουδείς αρχαίος συγγραφέας αναφέρεται στα διαδραματιζόμενα εντός του τελεστηρίου. Ο ίδιος ο Αισχύλος κινδύνεψε να θανατωθεί για την υποψία διαρροής μέρους των μυστικών του αδύτου.
Ο χώρος του ιερού και οι τελετές ήταν υπό την επιστασία του Ιεροφάντη, ο οποίος καταγόταν από το ιερατικό γένος των Ευμολπιδών. Μετά τον ιεροφάντη, δεύτερη τη τάξη ήταν η ιέρεια της Δήμητρας από το γένος των Φιλαϊδών. Ο δαδούχος ανήκε στο γένος των Κηρύκων και ακολουθούσε τον ιεροφάντη κρατώντας τη δάδα των μυστηρίων. Τέλος υπήρχε ο «ιερέας του βωμού», ο οποίος είχε επιφορτισθεί για την ομαλή τέλεση και ακόλουθα λήξη των ιεροπραξιών. Πέραν, όμως, των τεσσάρων υψηλόβαθμων αξιωματούχων του ιερού, είχαν προνοήσει να υπάρχουν ορισμένα άτομα ώστε να καθοδηγούν άμεσα τους υποψήφιους μύστες. Η δοκιμασία των υποψηφίων ήταν μακρά και επίπονη και έπρεπε κάποιοι να αναλάβουν το έργο, αφενός μεν να τους καθοδηγήσουν σωστά αφετέρου δε να ελέγξουν εάν ολοκληρώνεται η διαδικασία με τον ορθό τρόπο. Τέτοια άτομα ήταν οι Μυσταγωγοί και οι Επιμελητές.
Συμπεράσματα
Η έννοια του ιερού αποτέλεσε την ανάγκη των αρχαίων Ελλήνων για να έρθουν κοντά στο θείο, αλλά και μεταξύ τους, όταν πρόκειται για εκείνα τα ιερά Πανελληνίου εμβελείας. Υπό αυτή την έννοια επιλέγονταν περιοχές που είχαν έρθει σε επαφή με το θείο. Οι αρχαίοι ναοί ήταν κτισμένοι σε περιοχές, οι οποίες χαρακτηρίζονται από συγκεκριμένο έργο κάποιας θεότητας. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο βωμός στα ιερά βρίσκεται εκτός του ναού. Ο τελευταίος χρησιμεύει κυρίως για να στεγάσει τη θεότητα στην οποία είναι αφιερωμένος. Οι τελετές, όμως, λαμβάνουν χώρα στους εξωτερικούς χώρους του ιερού. Μάλιστα ο βωμός αποτελεί το πλέον ιερό σημείο ολόκληρου του ιερού. Είναι το επίκεντρο των επικλήσεων και αποτελεί την κορωνίδα της ιεροπραξίας. Η έννοια του ιερού σχετίζεται με άρρητους θεολογικούς όρους, είτε συμβολικούς, είτε ιερατικής πρακτικής. Ότι συμβαίνει στον βωμό κατά τη διάρκεια μιας τελετής, δεν έχει μόνον αλληγορική έννοια, αλλά εκλαμβάνει, ενίοτε, και πραγματική υπόσταση. Η ιερότητα υφίσταται ως δυναμική και διαρκής λειτουργική κατάσταση και όχι ως στατική. Καμμία ιεροπραξία ή αντικείμενο αυτής δεν έχει ιερότητα, εάν δεν ενεργοποιεί δυναμικές εξελίξεις. Αυτό το σκοπό επιτελούν οι μυητικές και οι θρησκευτικές τελετές. Σύμφωνα με του αρχαίους Έλληνες αφύπνιζαν αδρανείς καταστάσεις και έθεταν αυτές σε δυναμική λειτουργία. Ο στόχος των ιερών που παραθέσαμε εκεί αποσκοπεί. Οι Δελφοί δεν λειτουργούσαν ως απλές καφετζούδες, όπως πολύ εύστοχα γράφει ο Garland, αλλά επιχειρούσαν να θέσουν σε κίνηση την αυτογνωσία και τη σοφία στη σκέψη. Η Επίδαυρος είχε ως σκοπό την εσωτερική αποκάθαρση, ενώ η Ελευσίνα να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ αυτής της ζωής και της μεταθανάτιας. Ειδικά στα Ελευσίνια Μυστήρια, όπως παρατηρούν αρκετοί μελετητές, υπάρχουν πολλά κοινά σημεία με τη χριστιανική διδασκαλία.