Εξόριστο ποίημα.
——————————-
Ποιος θα μας γράψει το εξόριστο
το ποίημα που σωπαίνει
ποιος θα μας βρει τη γιατρειά
σε τούτο το σαράκι
της μηχανής που τραύλισε βίδες χωρίς στροφές.
Στέκει στο πλάνο το ποίημα, βουβό, ξεδοντιασμένο,
χωρίς γρανάζια ατσάλινα, σφυρί χωρίς αμόνι,
γράφει και σβήνει τη φωνή, σκίζει τα σωθικά του,
ματώνει δάκρυα, καίγεται σαν πόρνη που γερνάει.
Οι εργολάβοι ξέρασαν τα γράμματα της νιότης
και οι σημαίες σκίστηκαν, σαν άχρηστα ποιήματα,
λακίσανε τα οράματα, πατήθηκαν οι μέρες
σκουπίστηκαν τα μέταλλα με ρίμες και μπορντέλα.
Και τώρα που ξεμείναμε,από γλώσσα κι’από δόντια
σε πολυθρόνες που γερνούν και φτύνουν τις ζωές μας
πάνω σε τοίχους εύκρατης σιγής κι’απελπισίας,
ποιος θα μας γράψει το εξόριστο το ποίημα που σωπαίνει,
σπόρο, που μούλιασε οργή στης γης την κατηφόρα.
–
Βασίλης Σπανός ©