Την Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019 στο Σπίτι της Κύπρου πραγματοποιήθηκε η τελετή απονομής των βραβείων για τον 9ο Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό 2018 και τον 4ο Παγκόσμιο Καλλιτεχνικό Διαγωνισμό 2018, που διοργανώθηκε από τον Ελληνικό Πολιτιστικό Όμιλο Κυπρίων (Ε.Π.Ο.Κ.).
Είχαν την τιμή να βραβευθούν μεγάλοι, ευρέως αναγνωρισμένοι συγγραφείς, ποιητές και ζωγράφοι, αλλά και νεότεροι στο συγγραφικό και καλλιτεχνικό χώρο. Η ατμόσφαιρα ήταν ιδιαιτέρως ζεστή και φιλόξενη, καθώς ο πρόεδρος του Ε.Π.Ο.Κ., κ. Ηρακλής Ζαχαριάδης και η αντιπρόεδρος του Ε.Π.Ο.Κ., κ. Τζούλια Πουλημενάκου αγκάλιασαν όλους τους συμμετέχοντες στους διαγωνισμούς, και τους εξύμνησαν για το θάρρος τους να αποτυπώνουν την ψυχή τους σ’ ένα λευκό χαρτί ή στον καμβά τους αντίστοιχα.
Σε αυτή την ξεχωριστή εκδήλωση, είχα την τιμή να βραβευτούν τρία λογοτεχνικά μου έργα. Το παραμύθι μου με τον τίτλο «Στον κύριο Δοντάκη ολοταχώς» τιμήθηκε με έπαινο, όπως και το ποίημά μου με τον τίτλο «Ζωή σαν θάλασσα». Επίσης, το διήγημά μου με τον τίτλο «Το κολιέ του παππού Ευτύχη» απέσπασε τιμητική διάκριση.
Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βραβευμένο διήγημα.
ΤΟ ΚΟΛΙΕ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ ΕΥΤΥΧΗ
Ήμουν η πρώτη του εγγονή. Είχα έρθει στη ζωή του, σχεδόν ένα χρόνο μετά το θάνατο της γιαγιάς Μυρτώς, από την οποία κληρονόμησα το όνομα. Και από ότι μου εκμυστηρευόταν ο παππούς Ευτύχης όχι μόνο αυτό, καθώς σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ήμουν μια οπτασία σαν εκείνη, με αλαβάστρινη, μυρωδάτη επιδερμίδα και καστανά μαλλιά. Όσο μου το έλεγε αυτό, τόσο εγώ καμάρωνα.
Μου είχε ιδιαίτερη αδυναμία! Με έκρυβε στο σπίτι του, όταν δραπέτευα από το κρατητήριο της μαμάς, για να αποφύγω τα μαθήματα μαγειρικής της και τις κουραστικές, ανιαρές για μένα, δουλειές του σπιτιού. Εγώ ήμουν ανεξάρτητο πνεύμα από μικρή… Δεν ήθελα να ζω φυλακισμένη. Αντιθέτως, εκείνη ζούσε μια χλιαρή ζωή, χωρίς ανατροπές, χωρίς αγάπη.
Έτρεχα λοιπόν, πάντα στις δύσκολες στιγμές, στην αγκαλιά του παππού μου. Εκείνος με υποδεχόταν με ένα χαμόγελο και ένα τρυφερό χάδι και έστεκε εκεί αμίλητος, μέχρι να βρω το κουράγιο να του εκμυστηρευτώ τους προβληματισμούς και τα όνειρά μου. Όταν δεν τα κατάφερνα, με κοιτούσε με ματιά σαν μέλι, σαν να μου έλεγε πως υπάρχει και η αυριανή μέρα… Ίσως την επόμενη, οι σκέψεις να είχαν ωριμάσει και να μπορούσαν να γίνουν λέξεις.
Αχ, πόσο ανακούφιζε την παιδική μου ψυχή; Πώς λειτουργούσε πάντα ο ώμος του σαν μαξιλάρι για να κρύψω τα δάκρυα που έτρεχαν ποτάμι από τα μάτια μου, όταν οι γονείς μου δεν ήθελαν να ακούσουν με τίποτα για τα σχέδιά μου; Ποια Αθήνα και ποιες σπουδές μου φώναζαν… Έπρεπε να συμμορφωθώ με τα ήθη του τόπου που γεννήθηκα και μόλις έκλεινα τα δεκαοχτώ μου χρόνια, να παντρευτώ κάποιον δουλευταρά και νοικοκύρη. Σφράγιζα τα αυτιά μου και πείσμωνα ακόμη πιο πολύ, σχεδιάζοντας παράλληλα την έξοδό μου από το νησί.
Ένα νησί που λάτρευα τις ομορφιές του, που μαγευόμουν από τον ήλιο του και που λυτρωνόμουν με τα ταξιδιάρικα κύματά του. Αυτό που απολάμβανα πιο πολύ με τον παππού μου, ήταν οι βόλτες μας στις ακρογιαλιές του. Περπατούσαμε χειμώνα-καλοκαίρι ο ένας δίπλα στον άλλο, σαν να ακολουθούσαμε την αόρατη κλωστή που μας έδενε. Και σίγουρα μας έδενε κάτι περισσότερο από τους δεσμούς αίματος. Ο παππούς Ευτύχης είχε πλέξει έναν μύθο, πως τάχα η γιαγιά Μυρτώ από τον ουρανό ψηλά, είδε τη δυστυχία του και τη μοναξιά που βίωνε μετά το θάνατό της και ζήτησε από τον καλό και συμπονετικό Θεούλη να του χαρίσει πίσω την ευτυχία. Και έτσι γεννήθηκα εγώ…
Σε μια από αυτές τις κοινές μας διαδρομές, ο παππούς Ευτύχης είχε μια υπέροχη ιδέα. Μου πρότεινε λοιπόν, να μαζεύουμε κοχύλια, τα πιο εντυπωσιακά και να φτιάχνουμε χειροποίητες κατασκευές. Ενθουσιάστηκα τόσο πολύ, που τον προέτρεψα να πιάσουμε αμέσως δουλειά. Μαζεύαμε τους μικρούς μας θησαυρούς και μετά κλεινόμασταν στο ζεστό σαλονάκι του παππού και φτιάχναμε έργα τέχνης!
Ακόμη θυμάμαι ένα βάζο που είχαμε στολίσει με κοχύλια σε γήινες εκρού-καφέ αποχρώσεις και το είχα δωρίσει στη μαμά μου. Της άρεσε πραγματικά. Κατά βάθος, χαιρόταν με τη θέλησή μου για ζωή, με την αφοσίωση που έδειχνα σε ότι και όποιον αγαπούσα. Με καμάρωνε για το τσαγανό και για το πείσμα μου. Ήξερε καλά πως θα έφευγα από το νησί για να κατακτήσω την κορυφή. Και ήταν σίγουρη πως θα γυρνούσα πίσω, μόνο ως νικήτρια.
Κάπως έτσι, περνούσαν τα χρόνια… Έφτασε η στιγμή των εξετάσεων, όπου και θριάμβευσα! Ετοίμασα λοιπόν τη βαλίτσα μου με τα λίγα υπάρχοντά μου για το μεγάλο ταξίδι στο άγνωστο… Το απόγευμα πριν την αναχώρηση, έκανα μια βόλτα με τον παππού Ευτύχη. Ήταν από τις λιγοστές φορές που μιλούσα ακατάπαυστα. Δεν ήθελα να βρει χώρο η σιωπή και να ξύσει τη βαθιά πληγή της μοναξιάς, που καραδοκούσε να τρυπώσει ξανά στην ψυχή του.
Στο περίπατό μας αυτό, είχα σχεδιάσει σχεδόν το πρόγραμμα όλου του πρώτου χρόνου στην Αθήνα και στη σχολή δημοσιογραφίας, που είχα περάσει, όταν ο παππούς έβγαλε κάτι μέσα από την τσέπη του παντελονιού του. Προσπάθησα να μαντέψω τι ήταν, μα εκείνος με παρότρυνε γλυκά να κλείσω τα μάτια μου. Το έκανα δίχως δεύτερη σκέψη και η αγωνία ανέβασε τους σφυγμούς μου στα ύψη. Μου πέρασε λοιπόν, στο λαιμό έναν κολιέ από κοχύλια, από τα πιο σπάνια. Άλλα έμοιαζαν με σαλιγκάρια και άλλα είχαν λείες ,χρυσαφιές γραμμές ή λεπτές, ροδαλές ραβδώσεις.
« Για να με σκέφτεσαι που και που…», αποκρίθηκε με τρεμάμενη φωνή, έτοιμη να σπάσει μπρος στον αποχαιρετισμό.
Έπεσα μεμιάς στην αγκαλιά του και τον έσφιξα με όλη μου τη δύναμη. Του απάντησα με δάκρυα στα μάτια:
« Αγαπημένε μου παππού, εσύ δεν ξεχνιέσαι με τίποτα!! Εσύ ξέρεις να χαρίζεις την ευτυχία απλόχερα. Κάθε μέρα δίπλα σου, όλα αυτά τα χρόνια, ήταν ένα μάθημα ζωής.»
Τον κοίταξα στα μάτια και του χάιδεψα τα γκρίζα, λιγοστά μαλλιά του.
« Παππού, σ’ ευχαριστώ για το υπέροχο κολιέ. Θα το φορώ και θα παίρνω δύναμη. Θα έρθω τα Χριστούγεννα. Δεν θα καταλάβεις πως πέρασε ο καιρός.»
Και ο χρόνος πέρασε πολύ γρήγορα… Στις δύσκολες στιγμές, άνοιγα το συρτάρι του κομοδίνου μου και έβγαζα το κολιέ του παππού Ευτύχη. Ήταν το γούρι μου! Το φορούσα στο λαιμό μου κι ένιωθα τη μυρωδιά της αλμύρας να τρυπάει τα ρουθούνια μου. Ένιωθα τη θαλασσινή αύρα να πέφτει σαν σάλι στους ώμους μου και να με προστατεύει από κάθε σκοτεινή σκέψη. Γιατί η αλήθεια ήταν πως η ζωή στην Αθήνα με τρόμαξε στην αρχή… Δύσκολα κάνεις φίλους, δύσκολα εμπιστεύεσαι και ακόμη πιο δύσκολα παραδίνεσαι στον έρωτα.
Έλενα Πίνη