Το παραμύθι «Ο Μολυβένιος Στρατιώτης» (Den standhaftige tinsoldat) του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν είναι ένα κλασικό έργο που έχει μεταφραστεί σε δεκάδες γλώσσες, ένα εξαιρετικό έργο που συγκινεί και διδάσκει στους μικρούς και μεγάλους αναγνώστες την διαφορετικότητα, την αποδοχή, τη δύναμη της αγάπης και της θυσίας.
Η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα μικρό παραμυθένιο χωριό. Εκεί ζει ο Μολυβένιος Στρατιώτης, φτιαγμένος από το λιώσιμο μιας παλιάς κουτάλας μαζί με άλλους 24 στρατιώτες, μα λίγο διαφορετικός στην εμφάνιση καθώς έχει μόνο ένα πόδι. Αυτό το λάθος όμως, δεν του στερεί σε δύναμη και σε ομορφιά. Στέκεται αγέρωχος δίπλα στα υπόλοιπα στρατιωτάκια, μα και κοντά σε μια πανέμορφη χάρτινη Μπαλαρίνα.
Η Μπαλαρίνα στέκεται κι εκείνη στο ένα πόδι με μια ιδιαίτερη χορευτική φιγούρα και αυτή η ομοιότητα, μα και η ομορφιά της μαγεύει τον Μολυβένιο Στρατιώτη, που νιώθει στην καρδιά του να ανθίζει η αγάπη. Αυτό το σκίρτημα και η επιθυμία να την συναντήσει ξανά, του δίνουν τη δύναμη να παλέψει για να σωθεί από τα αντίξοες συνθήκες που θα βιώσει.
Όταν λοιπόν θα ξαναβρεθούν, εκείνη μ’ ένα βλέμμα αποδέχεται την αγάπη του Μολυβένιου Στρατιώτη και αναζητάει το άγγιγμά του. Εκείνος πλημμυρίζει με την αγάπη της και ζει μόνο για εκείνη.
Και η αγάπη τους αυτή θα τους συνοδεύσει μέχρι το θάνατο…
Ο ΜΟΛΥΒΕΝΙΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν 25 στρατιωτάκια, όλα φτιαγμένα στο ίδιο καλούπι από μια παλιά μολυβένια κουτάλα. Ο τεχνίτης τα είχε ζωγραφίσει πολύ όμορφα! Είχε κάνει κόκκινες τις στολές τους και μαύρα τα παντελόνια τους και πράσινα τα καπελάκια τους με ένα κόκκινο φτερό.
Το ένα όμως στρατιωτάκι από λάθος είχε μόνο ένα πόδι. Παρόλα αυτά το κουτσό στρατιωτάκι στεκόταν όρθιο όπως τα αλλά που είχαν δυο πόδια. Ο τεχνίτης ενθουσιασμένος από τους μικρούς στρατιώτες που έφτιαξε τους αράδιασε στη βιτρίνα του μαγαζιού με τέτοιο τρόπο που έδιναν την εικόνα ενός μικρού στρατού.
Κάποια μέρα ένα ανδρόγυνο αφού θαύμασε αρκετή ώρα την βιτρίνα με τα στρατιωτάκια μπήκε στο μαγαζί και τα αγόρασε όλα για να τα κάνει δώρο στη γιορτή του μικρού τους γιου. Ο μικρός μόλις άνοιξε το κουτί και αντίκρισε το μικρό στρατό έβγαλε μια φωνή από την χαρά του.
“Αχού τι ωραία στρατιωτάκια, σας ευχαριστώ για το δώρο, θα τα βάλω αμέσως κάτω να παίξω. ”
Αμέσως λοιπόν τα έστησε επάνω στο τραπέζι μαζί με τα άλλα δώρα πλάι στο ανάπηρο στρατιωτάκι στεκόταν στο ένα της πόδι σε μια χορευτική φιγούρα μια κούκλα μπαλαρίνα που φορούσε ένα κοντό φορεματάκι.
Το στρατιωτάκι μόλις αντίκρισε την κούκλα δίπλα του αισθάνθηκε ένα σκίρτημα στην καρδιά του. Αυτή η γυναίκα είναι για μένα είπε. Κρύφτηκε πίσω από έναν χάρτινο πύργο και περίμενε να νυχτώσει για να πάει κρυφά από τα άλλα στρατιωτάκια να της μιλήσει.
Το βράδυ λοιπόν μόλις τα παιδιά πήγαν για ύπνο και στο σπίτι έπεσε σκοτάδι και σιωπή το στρατιωτάκι άρχισε να ψάχνει να βρει την πανέμορφη μπαλαρίνα μα πουθενά. Κουρασμένος μετά από αρκετή ώρα ξάπλωσε πάνω στο τραπέζι και αποκοιμήθηκε.
Την άλλη μέρα το πρωί μόλις ξύπνησε το αγόρι πήγε κατευθείαν στο τραπέζι με τα παιχνίδια πήρε τον κουτσό στρατιώτη και τον έβαλε στο έξω περβάζι του παράθυρου για να φυλάει το σπίτι. Σε λίγο έπιασε δυνατή βροχή και δυο παιδιά που περνούσαν απέξω στάθηκαν κάτω από την μαρκίζα του παραθύρου για να μη βραχούν.
Κάποια στιγμή είδαν το κουτσό στρατιωτάκι και το πήραν. Αφού έφτιαξαν ένα χάρτινο καραβάκι έβαλαν επάνω το μικρό στρατιωτάκι και το έβαλαν με προσοχή πάνω στην επιφάνεια του νερού που κυλούσε στο ρυάκι του δρόμου. Ο μικρός στρατιώτης ταξίδεψε έτσι πάνω στο φύλλο για πολύ ώρα ώσπου κάποια στιγμή έφτασε σε έναν αγωγό που τον παρέσυρε σε έναν σκοτεινό υπόνομο.
– Αχ! τι πυκνό σκοτάδι είναι αυτό εδώ μέσα;
– Αχ! τι καλά που ήταν να είχα την αγαπημένη μου χορεύτρια εδώ δίπλα μου.
Ξαφνικά την ησυχία του υπονόμου αναστάτωσαν στριγκλιές από τα ποντίκια που κατοικούσαν εκεί και ένας χοντρός ποντικός παρουσιάστηκε μπροστά του και του είπε:
– Για πες μου φιλαράκο πως βρέθηκες εσύ εδώ μέσα;
– Δεν ξέρεις πως εδώ είναι περιοχή ελεγχόμενη από εμάς τα ποντίκια;
– Έκανες παρά πολύ άσχημα που τρύπωσες στο σπίτι μας.
Το στρατιωτάκι χωρίς να δώσει καμία απάντηση συνέχισε το ήρεμο ταξίδι του στο φυλλαράκι που το παρέσυραν μακριά τα νερά του υπονόμου. Τα ποντίκια θυμωμένα από την περιφρόνηση του στρατιώτη όρχησαν αμέσως να φωνάζουν:
– Πιάστε τον, πιάστε τον μην το αφήσετε να απομακρυνθεί…
– Αυτός είναι κατάσκοπος… κατάσκοπος!
Τα νερά του υπονόμου σύντομα έφτασαν στη θάλασσα, μεγάλα κύματα αναποδογύρισαν το μεγάλο πλατύφυλλο και ο μικρός μολυβένιος στρατιώτης άρχισε να βυθίζεται στα βαθιά νερά…
Όταν ένα μεγάλο ψάρι τον πλησίασε γρήγορα άνοιξε το στόμα του και τον κάταπιε ολόκληρο.
– Πωπωωω τι πυκνό σκοτάδι είναι εδώ μέσα….
Το μικρό στρατιωτάκι δεν έχασε το θάρρος του έμεινε ακίνητο με το όπλο στον ώμο του. Κάποια στιγμή το ψάρι άρχισε να σπαρταρά και να στριφογυρίζει σαν τρελό. Μετά από λίγο έμεινε ακίνητο και μετά από αρκετό χρονικό διάστημα κάποιος άνοιξε το στόμα του ψαριού και μια φωνή ακούστηκε:
– Αχ! απίστευτο το στρατιωτάκι μας που το παρέσυρε το ρυάκι πριν από μερικές μέρες βρίσκετε μέσα στο στόμα του ψαριού.
Τότε το στρατιωτάκι κατάλαβε τι είχε συμβεί… Κάποιος ψαράς έπιασε το ψάρι το πήγε στην αγορά και το αγόρασε η μαγείρισσα που δούλευε στο σπίτι που ζούσε ο μικρός και οι γονείς του που έκαναν δώρο για την γιορτή του τα μολυβένια στρατιωτάκια. Η μαγείρισσα πήρε προσεκτικά το στρατιωτάκι από το στομάχι του ψαριού και το πήγε στο τραπέζι που ήταν και τα άλλα στρατιωτάκια το μικρό αγόρι ξετρελαμένο από την χαρά του έπλυνε προσεκτικά το στρατιωτάκι τόκοι φάνηκαν πάλι λαμπερά τα ωραία χρώματα της στολής του.
Ο μικρός όμως στρατιώτης ήταν ζαλισμένος από την ξαφνική επιστροφή του στο σπίτι και αισθανόταν ευτυχισμένος που βρισκόταν πάλι στην αγαπημένη του χορεύτρια. Τότε εκείνη γύρισε και κοίταξε επιτέλους το ανάπηρο στρατιωτάκι. Η καρδιά της σκίρτησε από λαχταρά να τον αγγίξει.
Το στρατιωτάκι ένιωσε μια ευτυχία να πλημμυρίζει την καρδιά του.
Αλλά καθώς τα πράγματα πήγαιναν καλά για το ζευγάρι, μια μέρα που το αγόρι είχε τους φίλους του στο σπίτι ένα από τα παιδιά άρπαξε το μολυβένιο στρατιωτάκι και τον έριξε στο αναμμένο τζάκι. Το έκανε χωρίς λόγο.
Αμέσως ο μολυβένιος στρατιώτης τυλίχτηκε στις φλόγες.
– Αχ! Αχ! καίγομαι…. Καίγομαι…
Σιγά – σιγά το στρατιωτάκι άρχισε να λιώνει με την σκέψη του όμως πάντα στην πολυαγαπημένη του χορεύτρια.
Εκείνη την στιγμή η πόρτα άνοιξε από έναν δυνατό άνεμο και ο αέρας που μπήκε στο δωμάτιο παρέσυρε την μικρή χορεύτρια και την έριξε και αυτή στο τζάκι δίπλα στον αγαπημένο της στρατιώτη.
Άρχισε και αυτή λοιπόν να καίγεται πλάι του. Την επόμενη μέρα, όταν η μαμά πήγε να μαζέψει τις στάχτες από το τζάκι δεν βρήκε τίποτε άλλο, παρά μόνο μια μικρή μολυβένια καρδιά.
Έτσι τελείωσε η θλιβερή αυτή ιστορία του μικρού μολυβένιου στρατιώτη και της πανέμορφης χορεύτριας που χάθηκαν μαζί!
Enya One Toy Soldier
One toy soldier stands alone
With his drum down by his side
One toy soldier on his own
With his drum to keep the time
He keeps the beet of marching feet
He keeps the beat so true
He’s one small toy for one small boy
But his heart is oh so blue
Who can mend my broken drum
Will it be as good as new
I must play when morning comes
If I don’t, what shall I do?
He keeps the beat of marching feet
He keeps the beat inside
While children sleep, he dreams so deep
There’s a secret he must hide
For he keeps the beat of marching feet
He keeps the beat so true
He wants to sing and hopes to bring
Happy Christmas day to you
He keeps the beat of marching feet
He keeps the beat inside
Someone has come to mend his drum
Now his heart lights up with pride
So he keeps the beat of marching feet
He keeps the beat so true
When morning comes, he plays his drum
Happy Christmas Day to you
Happy Christmas Day to you
Happy Christmas Day to you
Happy Christmas Day to you
Στίχοι τραγουδιού: Eithne Ni Bhraonain / Nicky Ryan / Roma Ryan
One Toy Soldier © Sony/ATV Music Publishing LLC