ΤΑ ΟΠΛΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ (1963) Στον κυκεώνα των πολεμικών συγκρούσεων στην περιοχή της Συρίας, το έργο του Δημήτρη Χριστοδούλου, Τα Όπλα του Αχιλλέα, είναι πιο επίκαιρο από ποτέ, καθώςαπογυμνώνει τα ηθικά ελατήρια που ωθούν τις ισχυρές χώρες σε επεκτατικούς πολέμουςκαι τα οικονομικά κίνητρα των κρατών που τις τροφοδοτούν με πολεμοφόδια, μέσα απόμια παρώδηση του πιο γνωστού ίσως επεισοδίου του Τρωϊκού Κύκλου, που τροφοδότησεακόμη και τη δημιουργική φαντασία του Σοφοκλή.
Το έργο συνετέθη σε πεζό λόγο και διαθέτει τρίπρακτη δομή, ενώ ανάμεσα στιςυποδιαιρούμενες σε εικόνες πράξεις, παρεμβάλλονται άσματα, τα οποία αναδεικνύουντην εσώτερη ανάγκη του ατόμου για την πραγμάτωση ενός ειρηνικού βίου. Η θεματικήτης θεατρικής αυτής δημιουργίας, αντλείται από τη λογοτεχνική παράδοση του τρωϊκούκύκλου, τον σοφόκλειο Αίαντα ωστόσο με αφορμή τη μυθολογική σκηνή της σύγκρουσηςανάμεσα στους στρατιωτικούς αρχηγούς της εκστρατείας για την απόκτηση των όπλωντου Αχιλλέα, αναδιπλώνεται η αντιμιλιταριστική ιδεολογία του συγγραφέα. Όδημιουργός καυτηριάζει με σατιρικό τρόπο τη σήψη που διακρίνει τους παράγοντες τουπολιτικού και στρατιωτικού κατεστημένου, προβαίνοντας στην απόλυτη απομυθοποίησητων ηρωϊκών μορφών και την αποδόμηση των κινήτρων στα οποία βασίζεται η ηθικήνομιμοποίηση του πολέμου και εν γένει του ιμπεριαλισμού. Στις ρήσεις των δραματικώνπροσώπων αποτυπώνεται ευκρινώς ο πραγματικός σκοπός της διεξαγωγής της τρωϊκήςεκστρατείας, που έγκειται στην υφαρπαγή του χρυσού της Τροίας και στην υπεξαίρεσηχρηματικών ποσών από τον κρατικό προϋπολογισμό για την πραγματοποίηση τηςπολεμικής επιχείρησης. Η σατιρική προσέγγιση του μύθου, δεν εξαντλείται στηνκαταφανή κατάδειξη των οικονομικών αιτίων που οδήγησαν στην πολιορκία της Τροίας,αλλά προσλαμβάνει διαχρονικό χαρακτήρα και παναθρώπινη διάσταση. Στηνπροσπάθειά του να απογυμνώσει συνολικά τη διεξαγωγή των πολέμων από τα ευγενήκίνητρα που επικαλείται η πολιτική ηγεσία, καθιστώντας επιτακτική ανάγκη τηνυλοποίηση του επεκτατικού οράματος, ο συγγραφέας διακωμωδεί τη λειτουργία τωνπαραγόντων των εκάστοτε συστημάτων εξουσίας διαμορφώνοντας μία θεατρικήσύνθεση, που, όπως τονίζει και ο ίδιος,- στο σημείωμά του στο πρόγραμμα τηςπαράστασης του Μικρού Θεάτρου, το 1997,- προσεγγίζει περισσότερο το είδος τουσατυρικού δράματος: «Τα όπλα του Αχιλλέα είναι ένα έργο σάτιρας. Κι όταν λέμε σάτιρα, επειδή η ίδια ηλέξη είναι αμφιλεγόμενη ως προς τις σημασίες της, θάθελα από την αρχή ναξεκαθαρίσω, ότι την χρησιμοποιώ με τη δραματική απόχρωση του όρου και όχι τηνηθογραφική. Δηλαδή στο έργο δε διαγράφω τύπους αλλά συμβολικούς χαρακτήρεςπαρμένους από τη μυθο-ιστορική παράδοση, όπως άλλωστε κάνανε όλοι οι πριν απόμας κλασσικοί ποιητές. Θέλω δηλαδή να πω πως το έργο πλησιάζει περισσότερο προςτο σατυρικό δράμα και λιγότερο στην κωμωδία. Όταν σκοτώνεται ο Αχιλλέας, στην Τροία μπαίνει καθαρά το θέμα , κατά το μύθο,ποιος θα πάρει τα όπλα του και κατ’ επέκταση ποιος θα γίνει κύριος της εξουσίας.
Από μία έννοια ναι! Όι συμβολικοί χαρακτήρες του Μενελάου που θέλει τα όπλα γιανα τα δείξει στην Ελένη, να την πάρει πίσω από τον Πάρι και να τελειώσει ο πόλεμοςτου Αίαντα και του Όδυσσέα που τα θέλουν κι αυτοί, για να συνεχίσουν τον πόλεμο,δημιουργεί αυτόματα μία σύγκρουση απόψεων και αντιλήψεων. Τα όπλα στον κόσμοτων ανθρώπων, ένα σκοπό φυσικά εξυπηρετούν, την εγκατάσταση της εξουσίας και τηδιατήρησή της. Η εξουσία δεν είναι συναισθηματική και πολύ περισσότερο ρομαντική.Ετσι ο Μενέλαος με τη ρομαντική και συναισθηματική δικαιολογία για τη χρησιμοποίησητων όπλων, βγαίνει κωμικό πρόσωπο, ενώ ο Αίαντας και ο Όδυσσέας βγαίνουνπρόσωπα ρεαλιστικά και πιο κοντά στην ουσία της εξουσίας, την επιβολή, τη δύναμη,την καταπίεση. Στο έργο η προσωπικότητα του Μενελάου με τον τρόπο που αναλύεται μέσα στιςσυγκρούσεις παρασύρει τους ωμούς εκπροσώπους της εξουσίας σε μια σειράαποκαλύψεων που θα τους οδηγήσουν κατευθείαν στη σατυρική πλευρά που προκύπτειαπό τη δράση τους, κι έτσι η ευκαιρία στον συγγραφέα να τραβήξει τις σατυρικέςκαταστάσεις ως την άκρη τους, τόσο που ακόμη και η επιτυχία του Μενελάου ναυποκλέψει τα όπλα να πείσει την Ελένη για την επιστροφή στην πατρίδα τελειώνονταςκαι τον πόλεμο και η συνομολόγηση ειρήνης με τον Πρίαμο να είναι το κορύφωμα μίαςξέφρενης σάτιρας που οδηγεί τον συγγραφέα -και το κοινό σε προέκταση- στη σκέψη:αν τούτα τα καμώματα των ανθρώπων, θα τους επιτρέψουν ποτέ να φτάσουν στηναληθινή ειρήνη, στην αληθινή αποδοχή των ανθρώπινων μέτρων, κι αν η πάλη με τοκακό, τη σύγχυση και την ανοησία, δεν έχει κάτι από το ψυχρό σπέρμα της αιώνιαςεμπλοκής. Το έργο αυτό το εμπιστεύτηκα στον Γιάννη Νικολαΐδη και την Χαρά Κανδρεβιώτου,δηλαδή στο «Μικρό Θέατρο» γιατί μ’ έπεισαν οι πολύχρονοι αγώνες τους για το καλόθέατρο, η συνέπειά τους και η απόφασή τους παρά τα εμπόδια, να γίνουν πυρήναςπνευματικής τροφής για το λαό. Ετσι η πρότασή τους , να γυρίσουν με το έργο όλη τηνΕλλάδα και την Κύπρο με βρήκε έτοιμο, μια και πάντα πίστευα ότι τα σύνορα τηςθεατρικής Αθήνας πρέπει να σπάσουν επιτέλους. Η χορεία των δραματικών χαρακτήρων περιλαμβάνει κατ’ αρχάς τονΑγαμέμνονα, που ανήκει στην κατηγορία των πολιτικών ηγετών, οι οποίοι έχουνοικονομικά οφέλη από τη διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων και εκμεταλλεύονταιτα στρατηγικά σχέδια των συμβούλων τους-εν προκειμένω του Όδυσσέα-ή τη σωματικήρώμη και τα ανδραγαθήματα των στρατιωτών της ανώτερης και μη ιεραρχίας, όπως τουΑίαντος του Τελαμώνιου, για να καρπωθούν τον θρίαμβο μίας ενδεχόμενης αίσιαςέκβασης των στρατιωτικών σχεδιασμών. Η πινακοθήκη των θεατρικών προσώπωνεμπλουτίζεται από τον Όδυσσέα, μία επίσης αδίστακτη προσωπικότητα που μετέρχεταικάθε μέσο προκειμένου να ικανοποιήσει την ατέρμονη φιλοδοξία του, επιστρατεύονταςτην ευγλωττία του ως μέσο πειθούς και αντιστροφής των καταστάσεων προς όφελοςτου. Στον αντίποδά του παρουσιάζεται ο ρωμαλέος Αίας, που όμως δε διαθέτει τηνπνευματική εγρήγορση και τη νοητική ευστροφία του Όδυσσέα, με αποτέλεσμα ναεπισκιασθεί από τον «άνδρα τον πολύτροπον» και να ηττηθεί στη λεκτική μονομαχίαγια την απόκτηση των όπλων. Με τη σκιαγράφηση των δύο αυτών ηρώων δημιουργείται μία ακόμη εννοιολογική αντίθεση, που δομείται στην αντιπαραβολή του λόγου και τηςπράξης. Το ιδεολογικό περιβάλλον του έργου συγκροτείται από δύο κεντρικούς αντιθετικούςάξονες, που αντιπροσωπεύουν καταστάσεις καταλυτικές για τη μορφή και συγχρόνωςγια τη ρύθμιση των ποιοτικών συνθηκών διαμόρφωσης του ανθρώπινου βίου: το θέματης παρωδιακής σύνθεσης έγκειται στον υπερτονισμό της ανάγκης του υπερκερασμούτων συμφερόντων που επιβάλλουν τη διαιώνιση των πολεμικών επιχειρήσεων από τηνιμπεριαλιστική πολιτική των ηγετών των κρατικών μορφωμάτων και την επικράτηση τηςειρήνης, η οποία θα εξασφαλίσει την απρόσκοπτη και εύρυθμη λειτουργία τουκοινωνικού συνόλου, αποκαθιστώντας την ψυχική ισορροπία των μονάδων που τοσυναποτελούν. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, αναφαίνονται τα κίνητρα συντήρησης της ιδέαςτου πολέμου, που όμως αποκαλύπτουν την εγγενή ροπή και ακόρεστη φιλοδοξία τουατόμου για την απόκτηση εξουσίας και την αναρρίχησή του στην υπέρτατη βαθμίδα τηςκοινωνικής ιεραρχίας, στο βωμό της οποίας θυσιάζεται ακόμη και το συλλογικόσυμφέρον, που προωθείται από τη διεξαγωγή ενός ειρηνικού βίου. Στη σάτιρα «Τα‘Όπλα του Αχιλλέα» η επίλυση του προβλήματος του μακροχρόνιου τρωϊκού πολέμου,επέρχεται από τον βασιλιά Μενέλαο, ηγέτη και συνυπαίτιο της επιχείρησης. Ησκιαγράφηση της προσωπικότητας του Μενελάου συγκεντρώνει ποιοτικά στοιχεία τουήρωα- «σωτήρα» της αριστοφανικής παράδοσης. Ό βασιλιάς της Σπάρτης,απαυδισμένος από τη χρονική διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων και τηναποστέρηση της Ελένης, κλέβει τα όπλα του Αχιλλέα για να εντυπωσιάσει τη σύζυγό τουκαι διαπραγματευτεί με τους Τρώες, τερματίζοντας με αυτόν τον τρόπο τη σύγκρουση.Όι ηθικές ιδιότητες που τον χαρακτηρίζουν προσιδιάζουν αρκετά στα χαρακτηριστικάτων αριστοφανικών ηρώων του Δικαιόπολη και του Τρυγαίου. Ό Μενέλαος, παρά τηναντίδραση των άλλων ηγετικών φυσιογνωμιών της τρωϊκής εκστρατείας, λαμβάνει τηνπρωτοβουλία να διευθετήσει με διπλωματικό τρόπο τη λήξη του πολέμου, που ωστόσοδεν αποκτά τον χαρακτήρα ιδιωτικής σύμβασης, όπως στην περίπτωση του Δικαιόπολητων Αχαρνέων, αλλά επεκτείνεται στο σύνολο των δύο λαών. Η φρασεολογία πουχρησιμοποιεί κατά την προσπάθεια πειθούς της Ελένης είναι δηλωτική της επιθυμίαςτης σεξουαλικής πράξης, που ανακόπτουν οι ατέρμονες πολεμικές επιχειρήσεις και πουσυνιστά κυρίαρχο επαναλαμβανόμενο μοτίβο στην αριστοφανική κωμωδία, της οποίας ηκαταγωγή ανάγεται στα φαλλικά άσματα προς τιμήν του Διονύσου, θεού της βλάστησηςκαι της γονιμότητας. Τα στοιχεία που αποδίδονται στον Μενέλαο, συνίστανται στησυγκρότηση μίας κατ’ ουσίαν αντιηρωικής φιγούρας, με ευθύγραμμη, αμετάβλητηπορεία, χωρίς ανατροπές και ψυχικές διακυμάνσεις ή εσωτερικές συγκρούσεις. Ηπροβλέψιμη δράση του ακολουθεί το σχέδιο που έχει καταστρώσει ευθύς εξ’αρχής καιπου υλοποιεί με κύριο όπλο την κουτοπονηριά, καθώς, τουλάχιστον φαινομενικά, δενδιακρίνεται για την ιδιαίτερη ευφυΐα ή τη δυναμική του. Ωστόσο, στη μοναχική πορείατου, ο Μενέλαος με την εκ προοιμίου καταδικασμένη σε αποτυχία, επαναστατική ιδέατου και τα τεχνάσματά του, υπερβαίνει τις αντιδράσεις των «αντιπάλων» του, τωνδραματικών προσώπων του έργου, που υπεραμύνονται της συνέχισης της πολιορκίαςτης Τροίας, διότι η λήξη της προσκρούει στην εξυπηρέτηση των ατομικών τουςσυμφερόντων από αντι- ηρωική, σχεδόν περιθωριοποιημένη μορφή, μετατρέπεται σερυθμιστή της έκβασης της επιχείρησης. Στο τέλος του έργου ο χορός των στρατιωτών επευφημεί τον Μενέλαο και την Ελένη εκφράζοντας το συλλογικό αίσθημα τηςανακούφισης για τη συνθηκολόγηση και τον τερματισμό του πολέμου:ΧΌΡΌΣ: Ζήτω.(Αρχίζει ο χορός και το γλέντι και περνάνε με τον Μενέλαο και την Ελένη στους ώμουςτραγουδώντας το τραγούδι της ειρήνης.) Αντίστοιχα, στις αριστοφανικές κωμωδίες η επιβίωση του ήρωα μέσα από ένανκυκεώνα εξωγενών αντικειμενικών συνθηκών αλλά και εμποδίων που δημιουργούν οιεχθροί του συνοδεύεται από την εξύμνησή του έργου του από τον χορό, ενώ ενίοτεκαταλήγει στην τελετουργική ένωσή του με μία γυναίκα, συμβολίζοντας τη γονιμότητατης φύσης. Στα «Όπλα του Αχιλλέα» συντελείται η επανασύνδεση του Μενελάου με τηνΕλένη και ο εορτασμός της συνθηκολόγησης.:
Χριστιάνα ΟικονόμουΑπόφοιτος του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης του ΕΚΠΑ.Κάτοχος Phil στις Θεατρικές Σπουδές