Παράσταση της Παναγίας Βρεφοκρατούσας στο Νότιο Υπερώο
Στο νότιο υπερώο του ναού δεσπόζει μια αναθηματική παράσταση αυτοκρατορικών προσφορών που χρονολογείται στα 1118 και απεικονίζει την Παναγία στον τύπο της όρθιας βρεφοκρατούσας, πλαισιωμένης από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Β’ Κομνηνό και τη σύζυγό του Ειρήνη. Το έργο συγκεντρώνει τα τεχνοτροπικά στοιχεία της Κομνήνειας περιόδου, που συνίστανται στην επίπεδη και γραμμική απόδοση των μετωπικών μορφών. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των εκλεπτυσμένων προσώπων είναι οι οριζόντιες παράλληλες γραμμές που διαμορφώνουν τις παρειές τους. Η έκφραση των μορφών αποπνέει ευγένεια και κομψότητα, ενώ η σφιχτή πτυχολογία και η έντονη χρήση του περιγράμματος ενισχύουν την στασιμότητα και την ήρεμη δύναμή τους. Ας μιλήσουμε όμως πολύ αδρομερώς για το αρχιτεκτονικό περιβάλλον και την ιστορία ενός από τα πιο μεγαλοπρεπή μνημεία της οικουμένης.
Σύντομη Ιστορία της Αγίας Σοφίας
Η Αγία Σοφία, ναός αφιερωμένος όχι στην Αγία Σοφία, αλλά στον Ιησού Χριστό ως ενσάρκωση του Λόγου, της Σοφίας του Θεού, αποτελεί το πιο πολυδάπανο κτήριο που οικοδομήθηκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και συγχρόνως μνημειακό σύμβολο της αίγλης της αλλά και της οικουμενικότητας της Ορθοδοξίας. Ως εκ τούτου, ο Ναός τιμάται τα Χριστούγεννα και έχει παρατηρηθεί ότι ο προσανατολισμός του στρέφεται λίγο προς ΝΑ και όχι κανονικά προς την Ανατολή, όπως όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες. Προφανώς επειδή την περίοδο των Χριστουγέννων είναι το Χειμερινό Ηλιοστάσιο, οι αρχιτέκτονες προσπάθησαν να προσδιορίσουν τον άξονα του ναού στο σημείο που ανατέλλει ο ήλιος την εποχή αυτή του χρόνου. Η Αγία Σοφία είναι συνδυασμός τρίκλιτης βασιλικής με περίκεντρο οικοδόμημα. Τα πλάγια κλίτη έχουν αρκετά περιορισμένες διαστάσεις, είναι διώροφα και μαζί με το νάρθηκα δίνουν την εντύπωση περιδρόμου στοάς που περιβάλλει τον κεντρικό τρουλαίο πυρήνα.
Το αδύνατο σημείο της κατασκευής ήταν ο τρούλος της. Ο αρχικός τρούλος κατέρρευσε το 558 και ανακατασκευάστηκε από τον Ισίδωρο το Νεότερο με ψηλότερες αναλογίες, ψηλότερος κατά 6μ. το 563. Τότε επήλθαν αλλαγές στη βάση του και ξαναχτίστηκαν οι τοίχοι του φωταγωγού κάτω από τα πλευρικά τόξα, ενώ τοποθετήθηκαν πλάγιες αντηρίδες για πρόσθετη στήριξη.
Στη δυτική πλευρά υπήρχε αίθριο με τρεις στοές που στηρίζονταν σε πεσσούς μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονταν ανά δύο κίονες. Στο αίθριο υπήρχε η Φιάλη, η περίφημη κρήνη με μηχανικά ανακυκλούμενο «αέναον ύδωρ», για τον καθαρμό των πιστών, αλλά και του Αυτοκράτορα, τον Αγιασμό των υδάτων την ημέρα των Θεοφανείων, την οποία κοσμούσε η χαραγμένη η καρκινική επιγραφή ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ, που αποδίδεται στο Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό. Στη Νοτιοδυτική γωνία του ναού βρισκόταν το οκταγωνικό βαπτιστήριο και στη Βορειοανατολική το κυκλικό σκευοφυλάκιο.
Το πρώτο ναϊκό οικοδόμημα, μια απλή ξυλόστεγη βασιλική, άρχισε να χτίζεται επί Κωνσταντίνου του Μέγα, ή πιθανότερα την εποχή του διαδόχου του Κωνσταντίνου Β’ και εγκαινιάστηκε το 360. Οι περισσότεροι μελετητές ισχυρίζονται ότι αν ο αρχικός ναός της Αγίας Σοφίας ήταν έργο του Μέγα Κωνσταντίνου, θα το ανέφερε ο βιογράφος του Ευσέβιος Καισαρείας στον βίο του αυτοκράτορα, όπως έκανε για άλλα οικοδομήματα που χτίστηκαν επί της βασιλείας του. Ο ναός λειτούργησε εξαρχής ως Πατριαρχικός. Από τον άμβωνα της Αγίας Σοφίας αναγνώσθηκαν τα πρακτικά της Β’ Οικουμενικής Συνόδου (381),με επικεφαλής τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, που από τον ίδιο άμβωνα εκφώνησε τον συντακτήριο, (αποχαιρετιστήριο) λόγο του. Το ίδιο έτος αιρετικοί(αρειανοί και πνευματομάχοι) αποπειράθηκαν να πυρπολήσουν την Εκκλησία. Στις 20 Ιουνίου του 404 ο αυτοκράτορας Αρκάδιος, υπό την πίεση της συζύγου του Ευδοξίας, εξόρισε τον Χρυσόστομο, με αποτέλεσμα οι οπαδοί του, γνωστοί ως «Ιωαννίται» ή «ξυλοκερκίται» να πυρπολήσουν το ναό. Η Εκκλησία κάηκε, όχι όμως ολοκληρωτικά, αφού το 406 κατατέθηκαν για προσκύνημα τα λείψανα του Αγίου Σαμουήλ, ενώ το 408 επί αυτοκράτορος Θεοδοσίου κατασκευάστηκε ένας νέος ναός, αρχιτέκτων του οποίου ήταν ο Ρουφίνος στον τύπο πάλι της βασιλικής που εγκαινιάστηκε το 415 από τον Πατριάρχη Αττικό και κάηκε το 532 στη Στάση του Νίκα. Τα σημαντικότερα γεγονότα που συνδέονται με αυτή την περίοδο είναι η στέψη του αυτοκράτορα Λέοντα Α’ το 457, του πρώτου ίσως βυζαντινού αυτοκράτορα που έλαβε το στέμμα από τον Πατριάρχη στη Μεγάλη Εκκλησία, καθιερώνοντας τη συνήθεια της επίσημης στέψης των Βυζαντινών αυτοκρατόρων στην Αγία Σοφία, στο κλίμα μιας πομπώδους θρησκευτικής ιεροτελεστίας. Επίσης την ίδια περίοδο, σημειώνεται η σημαντική αύξηση της περιουσίας της Μεγάλης Εκκλησίας με δωρεές ακινήτων και χρηματικών ποσών. Ήδη, το 451, όπως μας πληροφορούν τα πρακτικά της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνος, αναφέρεται για πρώτη φορά το αξίωμα του Οικονόμου της Μεγάλης Εκκλησίας.
Ο ιουστινιάνειος ναός (7.570 τ.μ.) ολοκληρώθηκε σε πεντέμισι χρόνια και εγκαινιάστηκε στις 27 Δεκεμβρίου του 537. Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός της ανατέθηκε στον Ανθέμιο από τις Τράλλεις της Λυδίας και στον Ισίδωρο από τη Μίλητο, ενώ κατ’εντολή του Ιουστινιανού οι διοικητές των κατά τόπους επαρχιών έστελναν στην Κωνσταντινούπολη δομικά υλικά από αρχαία κτίσματα, κυρίως προχριστιανικούς ναούς, κίονες από τους αρχαίους ναούς της Ηλιουπόλεως και της Αιγύπτου, από το ναό της Αρτέμιδας στην Έφεσο, από μνημεία των Κυκλάδων, των Αθηνών και της Ρώμης. Ο Ανθέμιος, ανέλαβε την οργάνωση των πολύπλοκων σχεδίων του ναού και έδινε οδηγίες στους τεχνικούς. Ο Ισίδωρος, από την άλλη πλευρά, αναφέρεται από τον Προκόπιο ως μηχανοποιός, προικισμένος με εξαιρετική ευφυΐα και κατάλληλος συνεργάτης του Ανθέμιου και του Ιουστινιανού. Ο Ανώνυμος συγγραφέας της Διηγήσεως της Αγίας Σοφίας μας πληροφορεί ότι επειδή το εμβαδόν του νέου ναού ήταν πολύ μεγαλύτερο, απαλλοτριώθηκαν πολλά ιδιωτικά οικόπεδα, ενώ οι εργαζόμενοι στην οικοδομή της Αγίας Σοφίας έφτασαν τους 10.000 άνδρες. Οι μαϊστορες ήταν 100 και καθένας είχε υπό την εποπτεία του 100 άνδρες. Χωρισμένοι σε δύο συνεργεία αποτελούμενα από 50 μαϊστορες και 5000 άνδρες το καθένα εργάζονταν την ίδια στιγμή, το ένα στο βόρειο και το άλλο στο νότιο τμήμα του ναού και το συνολικό κόστος της ανέγερσης του ναού ανήλθε στο ποσόν των 320 κεντηναρίων χρυσού. Το έργο ολοκληρώθηκε στο διάστημα των πέντε ετών και δέκα μηνών και τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν από τον Πατριάρχη Μηνά και τον Ιουστινιανό, την ημέρα της γιορτής της μνήμης του Πρωτομάρτυρα Στέφανου, στις 27 Δεκεμβρίου του 537 με εκδηλώσεις ανείπωτης μεγαλοπρέπειας. Για το δημόσιο φαγοπότι σφαγιάσθηκαν χίλια βόδια, 6000 πρόβατα,700 ελάφια, 1000 χοίροι και 10000 όρνιθες και διανεμήθηκαν στους φτωχούς 30000 μόδιοι σίτου(=600000 κιλά).Όταν ο Ιουστινιανός εισήλθε από τις βασιλικές πύλες συνοδευόμενος από τον Πατριάρχη Μηνά, ανέβηκε στον άμβωνα και με υψωμένα τα χέρια του στον Ουρανό αναφώνησε: «Δόξα τω Θεώ, τω καταξιωσάντι με τοιούτον έργον αποτελέσαι. Νενίκηκά σε, Σολομών». Με αυτή του τη φράση ο Ιουστινιανός υπογραμμίζει το ρόλο της Κωνσταντινούπολης ως Νέας Ιερουσαλήμ στη θρησκευτική ζωή και τη μεγαλοπρέπεια του ναού της Αγίας Σοφίας, που όχι μόνο συγκρίνεται αλλά και υπερβαίνει εκείνη του ναού του Σολομώντος.
Η λειτουργία της Μεγάλης Εκκλησίας απαιτούσε μια πολυάνθρωπη υπηρεσία, υπεύθυνη για τη διαχείριση της περιουσίας, την εσωτερική οργάνωση και την επίβλεψη της τάξεως για τους 23000 πιστούς που χωρούσε ο ναός. Ο Ιουστινιανός απάλλαξε την εκκλησιαστική περιουσία από τη φορολογία και με ειδικό νόμο (Νεαρά), καθόρισε τον αριθμό των ανθρώπων που θα υπηρετούσαν στο ναό σε 525: 60 ιερείς, 100 διάκονοι, 40 διακόνισσες, 90 υποδιάκονοι, 110 αναγνώστες, 25 ψάλτες και 100 πυλωρούς, αριθμός που επί Ηρακλείου αυξήθηκε σε 600 και το 1453 σε 800. Οι μετέπειτα αυτοκράτορες συνήθιζαν να αφιερώνουν στην Αγία Σοφία πολύτιμα σκεύη, χρήματα και ακίνητα. Ακόμη και ηγεμόνες του καθολικού κόσμου έκαναν δωρεές στην Αγία Σοφία, όπως ο Δόγης της Βενετίας που έστειλε στον Μιχαήλ Γ’ το 865 δώδεκα καμπάνες και για πρώτη φορά ο αυτοκράτορας κατασκεύασε έναν ξεχωριστό πύργο, ως κωδωνοστάσιο στη δυτική πρόσοψη του εξωνάρθηκα του ναού. Αν και η ύπαρξη του έχει αμφισβητηθεί από ορισμένες πηγές, το κωδωνοστάσιο υπήρχε χωρίς τις καμπάνες μέχρι το 1740, όταν ενσωματώθηκε στα ισχυρά στηρίγματα που κατασκεύασε ο Σουλτάνος Μαχμούτ Γ’. Δεν έλλειψαν ωστόσο και οι περιπτώσεις αυτοκρατόρων που εκποίησαν αφιερώματα και ιερά σκεύη της Εκκλησίας για να καλύψουν τις δαπάνες των πολέμων, όπως ο Ηράκλειος στον αγώνα του κατά των Περσών και ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός για την απόκρουση της Νορμανδικής επίθεσης. Όμως η αντίδραση του κλήρου ανάγκασε τον Αλέξιο να εκδώσει νόμο με τον οποίο απαγορεύτηκε η μελλοντική εκποίηση ιερών σκευών. Το 859, μια νέα πυρκαγιά κατέστρεψε πολλά κτήρια στην περιοχή της Αγίας Σοφίας, ενώ δέκα χρόνια αργότερα επί του Βασιλείου Α’ του Μακεδόνος ένας δυνατός σεισμός προκάλεσε μια ρωγμή στη δυτική αψίδα, η οποία επισκευάστηκε αμέσως. Στην Αγία Σοφία όχι μόνο γινόταν η στέψη των αυτοκρατόρων, αλλά κατέληγε και ο θρίαμβος που τελούσαν οι νικητές στρατηγοί και αυτοκράτορες όπου αφιέρωναν τα πολύτιμα λάφυρα των πολέμων.
Η μεγάλη καταστροφή της Αγίας Σοφίας συντελέστηκε το 1204 κατά τη διάρκεια της Δ’ Σταυροφορίας και την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, που λεηλάτησαν την Εκκλησία, έκλεψαν τα πολύτιμα σκεύη και όλη την κινητή περιουσία του ναού, αποσπώντας τη χρυσή και αργυρή διακόσμηση του άμβωνα, της αγίας τράπεζας και των θυρών, ενώ αποκορύφωμα της βαρβαρικής συμπεριφοράς τους ήταν να οδηγήσουν τα υποζύγιά τους μέσα στην Εκκλησία για να φορτώσουν τα λάφυρα. Μια ακόμη συνέπεια της άλωσης ήταν η κατάλυση του Ορθόδοξου Οικουμενικού Πατριαρχείου και η εγκαθίδρυση Λατίνου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, του Θωμά Μοροζίνη και Λατίνων, κυρίως Βενετών κληρικών στην Αγία Σοφία. Συνεπώς, η Αγία Σοφία μετατράπηκε σε καθολική Εκκλησία, αφού στο εσωτερικό της έγιναν σημαντικές μεταβολές για να προσαρμοστεί ο ναός στη λατρεία των καθολικών. Μετά την ανάκτηση της Βασιλεύουσας το 1261 από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, η ορθόδοξη λατρεία αποκαθίσταται στην Αγία Σοφία, όμως η Εκκλησία δε θα μπορέσει ποτέ ύστερα από όλη αυτή τη λαφυραγώγηση να ανακτήσει την προγενέστερη της αίγλη, ενώ πολλοί νέοι σεισμοί μέχρι το 1453 επέφεραν φθορές που αποκαταστάθηκαν από εράνους και από την προσωπική περιουσία των μελών της βασιλικής οικογένειας. Μάλιστα η πτώση του τρούλου το 1346, για τον οποίο γράφτηκαν δύο μονωδίες, συνδέθηκε με προφητείες για την έλευση εσχατολογικών σημείων. Επίσης, μια ομάδα λογίων, εχθρών του Ησυχασμού, με κύριο εκφραστή τους τον Νικηφόρο Γρηγορά, απέδωσε την πτώση του τρούλου στην επισημοποίηση της διδασκαλίας του Γρηγορίου Παλαμά από τη Σύνοδο του 1341. Η μετέπειτα εικόνα της Αγίας Σοφίας ήταν εκείνη της ερήμωσης και της εγκατάλειψης, ανάλογης των οικονομικών της Αυτοκρατορίας.
Η Αγία Σοφία γίνεται τζαμί το 1453, με το όνομα Τζαμί Άγια Σοφιά Κεμπήρ, ενώ την 1η Ιουνίου του ίδιου έτους, τρεις μέρες μετά την άλωση εισήλθε για την προσευχή της Παρασκευής ο Μωάμεθ Β’, ο Πορθητής. Στον εικοστό αιώνα, το Μάιο του 1934, με απόφαση του Κεμάλ Ατατούρκ η Αγία Σοφία μετατρέπεται σε βυζαντινό μουσείο. Στις 10 Ιουλίου του 2020 ανακοινώθηκε από τον Πρόεδρο της Τουρκίας, Recep Tayyip Erdogan η μετατροπή του ναού σε ισλαμικό τέμενος.
Ανεξάρτητα με την τύχη του μνημείου, η Αγία Σοφία θα αποτελεί, εκτός από ένα αρχιτεκτονικό θαύμα, τον απόλυτο ες αεί προορισμό του πνευματικού ταξιδιού κάθε Χριστιανού σε όλη την Οικουμένη, και την αρχιτεκτονική υπογραφή ενός σπουδαίου μακραίωνου πολιτισμού, του Βυζαντινού, στην Ανατολή.
Το τραγούδι της Αγιά- Σοφιάς
Σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
με τετρακόσια σήμαντρα κι εξήντα δύο καμπάνες,
κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης,
Κι απ’την πολλή την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολλόνες.
Να μπούνε στο χερουβικό και να ‘βγη ο βασιλέας,
φωνή τους ήρθε εξ ουρανού απ’ αρχαγγέλου στόμα:
-«Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τα Άγια,
παπάδες πάρτε τα ιερά, κι εσείς κεριά σβηστήστε,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψη»…
Η Δέσποινα ταράχτηκε κι εδάκρυσαν οι εικόνες.
-«Σώπασε, κυρά Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις,
πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας ναι».
Το κείμενο βασίστηκε στο λεύκωμα της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ, που κυκλοφόρησε το 2000 με τίτλο ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ. Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΟΦΙΑΣ και σε σημειώσεις των πανεπιστημιακών παραδόσεων της Σοφίας Καλοπίση-Βέρτη, καθηγήτριας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ με θέμα τη βυζαντινή εικονογραφία.
Επιπρόσθετη Βιβλιογραφία:
Γκιολές Ν.,Παλαιοχριστιανική Τέχνη. Ναοδομία. (π.200-600). Αθήνα,1998.
Μπούρας Χ. Θ., Ιστορία της Αρχιτεκτονικής. Δεύτερος Τόμος. Αρχιτεκτονική στο Βυζάντιο, το Ισλάμ και την Δυτική Ευρώπη κατά τον Μεσαίωνα, Αθήνα,2001.
Χριστιάνα Οικονόμου. Πτυχιούχος του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης του ΕΚΠΑ. MPhil στις Θεατρικές Σπουδές.