Νεκρή Τάξη
Στο συγκεκριμένο κείμενο θα αναλύσουμε την παράσταση «Νεκρή Τάξη» , «Umarla Klassa” του Πολωνού σκηνοθέτη Tadeusz Kantor , με την οποία εγκαινιάζεται το 1975 το αποκαλούμενο «θέατρο του θανάτου». Η ανασύσταση της μνήμης, ο θάνατος και τα mannequins.
Ποιο ρόλο μπορούν να διαδραματίσουν αντικείμενα ευτελούς χρήσης στη δόμηση του Εγώ και τι συμβολίζουν οι κούκλες –σωσίες που φέρουν οι μαθητές στην πλάτη τους;
Δραματική Δομή
Η Νεκρή Τάξη δεν έχει ενιαία δραματική πλοκή, καθώς συνιστά μια καλλιτεχνική σύνθεση, που απαρτίζεται από βιωματικές εικόνες του δημιουργού της, διανθισμένες με κειμενικά στοιχεία από το θεατρικό έργο Tumor Brainiowicz του Ignacy Witkiewicz. Η αποσπασματική παράθεση εμπειριών αντικατοπτρίζει την προσπάθεια επαναφοράς των αναμνήσεων του σκηνοθέτη από τη σχολική του διαδρομή(εσωτερική πλευρά της μνήμης), η οποία όμως αλληλοδιαπλέκεται με γεγονότακαθοριστικά για τον ρου της παγκόσμιας ιστορίας, που σημειώθηκαν κατά το έτος γέννησης του Kantor και αποτέλεσαν τα πρελούδια της έναρξης του Α’ΠαγκοσμίουΠολέμου (εξωτερική οπτική μνήμης). Η καθαρίστρια της σχολικής αίθουσας, γνωστοποιεί στο μαθητικό και θεατρικό κοινό τη δολοφονία του διαδόχου του αυστριακού θρόνου Φερδινάνδου- Φραγκίσκου από νεαρό Σέρβο εθνικιστή στο Σεράγεβο της Βοσνίας (Ιούνιος 1914), η οποία αναγράφεται σε εφημερίδα της εποχής, ενώ η επίσημη κήρυξη του πολέμου από την Αυστροουγγαρία στη Σερβία ,αποδίδεται με την απαγγελία του εθνικού ύμνου της Αυστροουγγαρίας από τον επιθεωρητή. Οι οπτικές απεικονίσεις της εγκεφαλικής αναβίωσης των προσλαμβανόμενων παραστάσεων των μαθητικών του χρόνων, αποτυπώνουν τις απαρχαιωμένες παιδαγωγικές μεθόδους και το αναπόφευκτο ευρύτερο κλίμα εκφοβισμού. Κυρίαρχα στοιχεία που συγκροτούν τη διάταξη των σχολικών αναμνήσεων είναι τα αισθήματα δυσφορίας και ανίας των μαθητών, καθώς και το περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών, το οποίο περιελάμβανε εκμάθηση της λατινικής γλώσσας(χαρακτηριστικές είναι οι φράσεις Hannibal anteportas, alea jacta est),διδασκαλία του αλγεβρικού κλάδου της μαθηματικής επιστήμης, εντρύφηση στην παγκόσμια μυθολογία και ιστορία και μαθήματα ορθοφωνίας (fumtse kaka).
Σκηνικός Χώρος : Η σκηνική δράση κατά το μεγαλύτερο μέρος της παράστασης τοποθετείται σε ημικυκλικής διάταξης χώρο, με πέτρινη τοιχοδομία και τοξωτό άνοιγμα- θύρα, το οποίο οδηγεί σε σκοτεινό βάθος και αποτελεί προσπάθεια επί σκηνής μεταφοράς της σχολικής αίθουσας των μαθητικών χρόνων του Tadeusz Kantor. Κυρίαρχα σκηνικά αντικείμενα του λιτού διάκοσμου, καθίστανται τέσσερα παλαιού τύπου θρανία, στα οποία κάθονται ανά τριάδες δώδεκα ηλικιωμένοι μαθητές. Τα θρανία καταλαμβάνουν με μαζικό και σταθερό τρόπο το ογκωδέστερο κομμάτι της θεατρικής σκηνής επιτελώντας πολλαπλή σκηνική λειτουργία. Κατ’αρχάς , χρησιμεύουν ως ενοποιητικός αρμός μεταξύ των υποκριτών, καθώς το καθένα από τα υπόλοιπα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται στη σκηνή είναι άρρηκτα συνδεδεμένο αποκλειστικά με έναν ηθοποιό, αλλά και σαν ατομικό επικουρικό υποστήριγμα του κορμιού του καταβεβλημένου από την αμείλικτη πάροδο του χρόνου, ηθοποιού- μαθητή. Το υλικό κατασκευής του θρανίου, σε συνδυασμό με τη συγκεκριμένη χρωματική επιλογή(κράμα καφέ και γκρι χρώματος), επιτρέπει να διαφανούν οι δακτύλιοι του κορμού του δέντρου, της πρωτογενούς δηλαδή ύλης της δημιουργίας του, αποδίδοντας έτσι την εικόνα ενός «φτωχού», αλλοιωμένου, χρησιμοποιημένου και τελικά γερασμένου αντικειμένου. Συνεπώς το ευτελούς αξίας και ξεπερασμένο θρανίο, θυμίζει ως υλικό αντικείμενο φέρετρο αποπνέοντας την αίσθηση της φυσικής φθοράς και του θανάτου. Η λειτουργία των θρανίων ως ταφικό μνημείο αναδεικνύεται έντονα στη σκηνή όπου οι μαθητές ανασηκώνονται σε διαφορετικό ύψος ο καθένας για να συμμετάσχουν στο μάθημα. Η πυραμιδοειδής διάταξη που σχηματίζουν τα σώματα των μαθητών με τα θρανία στη βάση του νοητού αυτού τριγώνου μας παραπέμπει σε επιτύμβια στήλη με αψιδωτή απόληξη. Τέλος, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η παρουσία των θρανίων, όπως και το σκοινί που πλαισιώνει σκηνικό χώρο, δημιουργεί στα πλαίσια του μεταφυσικού, μια διαχωριστική γραμμή, ένα αδιαπέραστο σύνορο, ανάμεσα στον κόσμο των νεκρών που αντιπροσωπεύουν οι ηλικιωμένοι μαθητές και στο ζωντανό θεατρικό κοινό.
Ένα ήσσονος διαρκείας τμήμα της δραματουργικής εξέλιξης λαμβάνει χώρα σε σχολικό διάδρομο, προφανώς προέκταση της αίθουσας διδασκαλίας με την οποία συνδέεται διαμέσου της θύρας σε σχήμα ημικυκλίου. Το τρίτο επίπεδο της σκηνικής δράσης εκτυλίσσεται σε εξωτερικό χώρο, σε ηλιόλουστο και ανθισμένο λοφοειδές ύψωμα, όπου παρατάσσεται μία ακόμη σειρά θρανίων για τις mannequins- απεικονίσεις των γερασμένων μαθητών. Οι ηλικιωμένοι μαθητές ανεβαίνουν στο λόφο στο διάλειμμα που ορίζει το ωρολόγιο πρόγραμμα, στο μοναδικό γι’ αυτούς χρόνο ανάπαυλας και αμεριμνησίας.
Το θεατρικό κοινό βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με τον σκηνικό και δραματικό χώρο, όπως φαίνεται άλλωστε και από τη βιντεοσκόπηση, όπου προβάλλεται η είσοδος του κοινού στη θεατρική αίθουσα. Η σχέση του θεατή με τη σκηνή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «μετωπική», ενώ ο θεατής που παρακολουθεί το θεατρικό γεγονός μαγνητοσκοπημένο έχει διαφορετική οπτική, ανάλογη με την κίνηση της κάμερας και τη γωνία λήψης του σκηνοθέτη που ενίοτε ταυτίζεται με το πρίσμα θέασης του Kantor, δημιουργώντας ένα είδος μπρεχτικής αποστασιοποίησης.
Στη Νεκρή Τάξη σημειώνεται η παρθενική συμμετοχή του ίδιου του Tadeusz Kantor στη σκηνή. Ως διδάσκαλος των νεκρών μαθητών και συγχρόνως εμπνευστής και σκηνοθέτης της παραστασιακής αυτής σύλληψης, σηματοδοτεί με μια χειρονομία την αρχή της διαδικασίας αναπαράστασης ενός τυπικού μαθήματος της εποχής του,-καθώς προτού δώσει το έναυσμα έναρξης η σκηνική δράση είναι παγωμένη σα φωτογραφική λήψη και οι νεκροί μαθητές ακινητοποιημένοι-, κινείται ανάμεσα στους μαθητές, καθορίζει με τις κινήσεις των χειρών του τα όρια κίνησης και δράσης τους , δίδοντας σκηνοθετικές οδηγίες στους ηθοποιούς αλλά και στους τεχνικούς σκηνής. Ο Kantor συμπεριφέρεται στο καλλιτεχνικό δυναμικό της θεατρικής παραγωγής σαν μαέστρος ορχηστρικού συνόλου, ο οποίος αφού αναπτύξει ενδελεχώς το καλλιτεχνικό του πλάνο, καθορίζει και ελέγχει πλήρως τη φωνητική εκφορά και τις κινήσεις των υποκριτών, προσιδιάζοντας αρκετά στη θεωρία του θεάτρου-τριγώνου, όπως αυτή είχε διατυπωθεί από τον Βσέβολοντ Μέγιερχολντ. Στην πραγματικότητα προσπαθεί να αναβιώσει τις εμπειρίες του σχολικού του βίου σαν τρίτος παρατηρητής που δεν αρκείται στον ρόλο του μάρτυρα, αλλά παρεμβαίνει στο θέαμα που εκτυλίσσεται μπροστά του με σκοπό την επίτευξη μιας όσο το δυνατόν ακριβέστερης αναπαράστασης.
Χρωματικές Επιλογές: Οι χρωματικοί τόνοι που δεσπόζουν στο σκηνικό στήσιμο είναι εκείνοι του μαύρου, του λευκού και του γκρι, με εξαίρεση τη σκηνή που διαδραματίζεται στον εξωτερικό χώρο και διαφοροποιείται ριζικά από τη γενικότερη χρωματική σύλληψη της συγκεκριμένης σκηνοθετικής προσέγγισης , καθώς ομοιάζει με απόσπασμα έγχρωμου φιλμ, ασύνδετο προς το κυρίαρχο, «βαρύ» ασπρόμαυρο σύνολο του θεατρικού αυτού γεγονότος. Ενδεχομένως η χρήση του μαύρου και του λευκού χρώματος, τα οποία είναι άμεσα συνυφασμένα με τον συμβολισμό του θανάτου και την εξωτερίκευση του πένθους , εκφράζει εν προκειμένω τον προβληματισμό του σκηνοθέτη αναφορικά με το θάνατο και το επέκεινα, τον οποίο επιχειρεί να προσεγγίσει ή ακόμη και να υπερνικήσει μέσω της αποκατάστασης της μνήμης του. Η προσπάθεια ανάκλησης των εμπειριών και των εικόνων της παιδικής του ηλικίας συνιστά μια περίπλοκη διαδικασία, την εξέλιξη της οποίας δυσχεραίνουν οι μηχανισμοί της λήθης .Σε αυτήν την περίπτωση δικαιολογείται η κυριαρχία αυτών των χρωματικών συνδυασμών στον σκηνικό χώρο, καθώς έτσι υπογραμμίζεται η θολερότητα του τοπίου των αναμνήσεων που οικοδομεί ο σκηνοθέτης. Επίσης, πιθανή θα ήταν η εικασία συσχετισμού της χρήσης των χρωμάτων αυτών με τον εσωτερικό ψυχισμό του Kantor , όπως αυτός διαμορφωνόταν από το αίσθημα της πίεσης και την ανία του επαναληπτικού χαρακτήρα της σχολικής ρουτίνας. Άλλωστε δεν αποτελεί συμπτωματικό γεγονός η αλλαγή των χρωματικών τόνων, από μουντές και μονότονες αποχρώσεις σε φωτεινότερα χρώματα, κατά τη μετάβαση των μαθητών στο ύψωμα, στο πλαίσιο σχολικής εκδρομής, όπου απελευθερώνονται, έστω και παροδικά, από τον σχολικό καταναγκασμό. Το γκρι χρώμα από την άλλη πλευρά, συμβολίζει ενδιάμεσα επίπεδα, εν προκειμένω συνιστά έκφραση της κατάστασης της μη ύπαρξης στην οποία έχουν περιέλθει οι ηλικιωμένοι μαθητές. Η επιλογή του γκρι χρώματος απαντάται και στις στολές των στρατιωτών στο επόμενο έργο του Kantor με θέμα το θάνατο, το Wielopole-Wielopole.
Κοστούμια-μακιγιάζ
Οι ενδυματολογικές επιλογές συνίστανται σε μαύρα φορέματα, που θυμίζουν σχολικές ποδιές για τις γυναικείες μορφές και μαύρα κοστούμια συνδυασμένα με λευκό πουκάμισο για τους άνδρες. Το σύνολο συμπληρώνουν γραβάτες σε μαύρο τόνο και μαύρα καπέλα. Με ιδιαίτερη αμφίεση παρουσιάζεται ο άνδρας που υποδύεται τη γυναίκα-καθαρίστρια, ο οποίος φορά γυναικείο φόρεμα, καλσόν, γόβες και καπέλο. Ενδιαφέρον χαρακτηριστικό στοιχείο της «όψης» των υποκριτών αποτελεί η χρήση του λευκού χρώματος, που απλώνεται ως ψιμύθιο στα πρόσωπά τους, συνθέτοντας έτσι την εικόνα ενός ανέκφραστου κέρινου ομοιώματος, από το οποίο εκλείπει κάθε ίχνος «ψυχής ζώσης».
Ηθοποιοί
Οι ηθοποιοί στο έργο του Kantor ενσαρκώνουν θεατρικά πρόσωπα, των οποίων η άκαμπτη ύπαρξη καθίσταται αισθητά στατική και χρονικά ανένταχτη και απροσδιόριστη, ενώ δεν είναι αυθύπαρκτες οντότητες αφού στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης συνοδεύονται από υλικά αντικείμενα ή mannequins. Οι μηχανικές κινήσεις τους μοιάζουν συχνά να υπαγορεύονται από τον ίδιο το σκηνοθέτη αλλά και από το περιεχόμενο της δράσης, και διακρίνονται για τον επαναληπτικό τους χαρακτήρα, που επεκτείνεται στο άπειρο και στην αιωνιότητα. Στη σκηνή όπου οι ηλικιωμένοι μαθητές επιστρέφουν στην αίθουσα διδασκαλίας με τα mannequins και τα αναπόσπαστα με αυτούς αντικείμενα, επαναλαμβάνουν δύο φορές μία κυκλική πορεία γύρω από τη σειρά των θρανίων , ενώ προβαίνουν στην τέλεση μίας διαδοχής των ίδιων κινήσεων και πράξεων. Το μοτίβο της επανάληψης αναμφίβολα προσδιορίζει τη σκηνοθετική τέχνη του Tadeusz Kantor και επιτελείται με τη χειρονομία, το λόγο και την αναπαράσταση στοιχείων προσώπων, υλικών αντικειμένων, ήχων και καταστάσεων. Ο επαναληπτικός χαρακτήρας συντελεί στη διάρρηξη της φυσικής ροής των σκηνικών γεγονότων και σε ευρύτερο πλαίσιο της ομαλής και ευθύγραμμης πορείας της ζωής, αφού σε συνδυασμό με τη χρήση των mannequinsσχετίζεται με τη μεταφυσική έννοια της μετεμψύχωσης, όπως εξηγείται στη συνέχεια.
Ποιος όμως ο ρόλος των mannequins στη Νεκρή Τάξη ; Θα το εξετάσουμε στο δεύτερο μέρος του άρθρου .