Κατά ένα περίεργο, σχεδόν μαγικό ή προφητικό τρόπο ο Millais, «έδεσε» τη μοίρα του μοντέλου του με την παπαρούνα- όπιο, αλλά και τη μοίρα της Οφηλίας, δηλαδή την παράνοια και την αυτοχειρία…
Στο έργο του «Ophelia» ο Millais απεικονίζει τη σκηνή που η ομώνυμη ηρωίδα από τον Άμλετ του Σαίξπηρ, σε κατάσταση παραφροσύνης αφήνει τον εαυτό της να πνιγεί σε ένα ρυάκι μετά τη δολοφονία του πατέρα της Πολώνιου από τον αγαπημένο της πρίγκιπα της Δανίας, Άμλετ και τον οριστικό χωρισμό της από τον τελευταίο. Ο Millais ξεκίνησε τη φιλοτέχνηση του πίνακα από την απεικόνιση του φόντου, του εξωτερικού χώρου, που πλαισιώνει τη φιγούρα της Οφηλίας, η οποία τοποθετείται σε οριζόντια στάση στο νερό με το φόρεμά της να επιπλέει και να σχηματίζει μια σχεδόν ομοιόμορφη χρωματική δίνη με τα φυτικά στοιχεία της υδάτινης επιφάνειας, που αλληλοδιαπλέκονται με τα άνθη του φορέματός της. Το απλανές βλέμμα της Οφηλίας και η αδυναμία ελέγχου των απολήξεων των άνω άκρων της καταδεικνύουν την πορεία της προς το Επέκεινα, καθώς ήδη βρίσκεται στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου. Η απόδοση του φυσικού τοπίου που αγκαλιάζει το σώμα της Οφηλίας συνιστά τα αποτελέσματα της πολύμηνης παρατήρησης του περιβάλλοντος με το οποίο ο καλλιτέχνης ερχόταν σε αρμονική ψυχική επικοινωνία στις όχθες του ποταμού Hogsmill της πόλης Surrey. Ο Millais προέβη σε μια ρεαλιστική και λεπτομερειακή εικαστική απόδοση της φύσης, εμπλουτισμένης με στοιχεία που αναφέρονται στο Σαιξπηρικό θεατρικό κείμενο, χωρίς καμία προσπάθεια εξιδανίκευσής της, ενώ χρησιμοποίησε έντονα και διάφανα χρώματα ενισχύοντας τη φωτεινότητα και την καθαρότητα της σύνθεσης. Η αποτύπωση του φυσικού περιβάλλοντος ακολουθεί αρκετά πιστά το Σαιξπηρικό κείμενο. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο θάνατος της Οφηλίας δεν αποτελεί μέρος της σκηνικής δράσης του Άμλετ, αλλά ο αναγνώστης/θεατής τον πληροφορείται από τη διήγηση της Γερτρούδης, βασίλισσας της Δανίας και μητέρας του Άμλετ. Στον πίνακα βλέπουμε την ιτιά στην οποία ανέβηκε η Οφηλία προτού σπάσει το κλαδί της και πέσει στο ποτάμι. Τα κλαδιά της μάλιστα μοιάζουν να μιμούνται τη διάταξη του σώματος της Οφηλίας, που κοσμείται από διάφορα άνθη που περιγράφονται στο θεατρικό έργο, όπως βιολέτες και δύο λουλούδια- σύμβολα, άρρηκτα συνδεδεμένα με τον ύπνο και το θάνατο, το μη με λησμόνει και την παπαρούνα, από την οποία παράγεται το όπιο. Το παράδοξο είναι ότι η Elizabeth Siddal, το μοντέλο του πίνακα, πέθανε (αυτοκτόνησε;) σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα βυθισμένη στην κατάθλιψη από υπερβολική δόση του φαρμάκου Laudanum, ενός διαλύματος με βάση το όπιο και μάλλον το λάβδανο! Ας δούμε όμως την τραγική ιστορία της…
Η Elizabeth Eleonor Siddal, γνωστή στο κοινωνικό της περιβάλλον ως Lizzie, ενσάρκωνε το πρότυπο ομορφιάς των εκπροσώπων της Προ-ραφαηλιτικής αδελφότητας,- κόκκινα μαλλιά, χλωμή επιδερμίδα και βλέμμα που απέπνεε μελαγχολία και πνευματικότητα.Η Αδελφότητα των Προραφαηλιτών ιδρύθηκε το 1848 στο ατελιέ του John Everett Millais στο Λονδίνο και τα μέλη της είχαν σαν κοινό όραμα την αναμόρφωση της τέχνης της Βικτωριανής Περιόδου με κύριο αίτημα την επιστροφή στις φόρμες πριν από την κυριαρχία του Ραφαήλ στα καλλιτεχνικά δρώμενα της Αναγεννησιακής Εποχής. Οι John Everett Millais, Dante Gabriel Rossetti και William Holman Hunt, υπήρξαν τα πιο δραστήρια και παραγωγικά μέλη της Προ-ραφαηλιτικής Αδελφότητας(Pre-Raphaelite Brotherhood -PRB) στα χαρακτηριστικά της οποίας αναφερθήκαμε στο προηγούμενο κείμενο.
Προερχόμενη από την εργατική τάξη και μέλος πολύτεκνης οικογένειας- ο πατέρας της ήταν ιδιοκτήτης μιας επιχείρησης κατασκευής μαγειρικών σκευών με πενιχρά εισοδήματα τα οποία δεν επαρκούσαν για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών των πέντε θυγατέρων του και των τριών γιων του-, ο ένας εκ των οποίων έπασχε από σοβαρής μορφής σωματική αναπηρία, η ανάγκη της εισόδου της Lizzie στην αγορά εργασίας ήταν αδήριτη. Έτσι αποφάσισε να γίνει μοντέλο και η μεγάλη πλειονότητα των δραστηριοτήτων της σημειώθηκε στον κύκλο της Προ-ραφαηλίτικης Αδελφότητας. Παρά τις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες κάτω από τις οποίες μεγάλωσε και που της στέρησαν την πρόσβαση στις υψηλότερες βαθμίδες του εκπαιδευτικού συστήματος της Βικτωριανής Αγγλίας, η Lizzie, σχεδόν αυτοδίδακτη με έμφυτη κλίση στο σχέδιο και γνήσιο ενδιαφέρον για τα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής της, επιδόθηκε στη ζωγραφική και στη σύνθεση ποιητικών πονημάτων. Λέγεται ότι ο πρώτος που ήρθε σε επαφή με τη γραφή της, διάβασε ένα ποίημά της που το είχε γράψει στο χαρτί περιτυλίγματος του βουτύρου, προφανώς λόγω της οικονομικής ένδειας που καθιστούσε πολυτέλεια την αγορά γραφικής ύλης. H Siddal συμμετείχε στην πρώτη έκθεση της Προ-ραφαηλιτικής Αδελφότητας το 1857, ενώ ο ποιητής Sir Alfred Tennyson επηρέασε την ποιητική γραφή της.
Για τη φιλοτέχνηση της Οφηλίας, ο Millais τοποθέτησε την Elizabeth σε μια μπανιέρα με βρώμικο νερό από τον ποταμό Τάμεση, την οποία ζέσταινε με λάμπες πετρελαίου. Όμως οι λάμπες έσβησαν χωρίς να το καταλάβει και το νερό πάγωσε, με αποτέλεσμα το μοντέλο του να αρρωστήσει σοβαρά με πνευμονία. Ο πατέρας της μήνυσε τον Millais, ο οποίος αναγκάστηκε να καταβάλει τα έξοδα της αμοιβής του γιατρού. Όμως η πνευμονία όχι μόνο επιβάρυνε την ήδη εύθραυστη υγεία της Lizzie, αλλά της άφησε ένα ακόμη κατάλοιπο, την εξάρτησή της από το οπιούχο φάρμακο Laudanum. Η μούσα των Προραφαηλιτών εικάζεται ότι έπασχε από φυματίωση, όπως ο αδελφός της που μάλιστα πέθανε από αυτή την ασθένεια, ή τουλάχιστον οι διατροφικές διαταραχές που την ταλάνιζαν αποδόθηκαν στη φθίση και όχι ίσως σε κατάθλιψη ή κάποιο ψυχικό νόσημα. Η μακρόχρονη σχέση που διατηρούσε με τον μέντορά της και ζωγράφο Dante Gabriel Rossetti, λειτουργούσε ως επιβαρυντικός παράγοντας για την πορεία της ψυχοσωματικής της υγείας. Ο Rossetti επιβράδυνε το γάμο κυρίως λόγω των οικονομικών δυσκολιών τους, ενώ μετά το 1855 η σχέση τους πήρε ακόμη πιο άσχημη τροπή. Τη χρονιά αυτή η Lizzie γνώρισε τη μητέρα του, η οποία την απέρριψε λόγω της ασθενικής της φύσης, του χαμηλού κοινωνικού της background και της περιορισμένης επίσημης εκπαίδευσής της. Από τότε ο Ιταλός ζωγράφος άρχισε να χρησιμοποιεί πιο συχνά άλλα, πιο αισθησιακά και ρωμαλέα μοντέλα, η αντίθεση των οποίων με την εικόνα της φιλάσθενης και εξασθενημένης χλωμής Elizabeth ήταν εμφανής. Όταν εκείνη πληροφορείται μια ακόμη απιστία του, αυτή τη φορά με την Annie Miller, μοντέλο του William Holman Hunt, αποφασίζει να τον εγκαταλείψει οριστικά και να αποσυρθεί στη φημισμένη λουτρόπολη της Αγγλίας, το Bath. Κατά την παραμονή της στην αγγλική εξοχή, η υγεία της σημείωσε ραγδαία επιδείνωση, καθώς έχανε διαρκώς βάρος και δυνάμεις. Οι γονείς της επικοινώνησαν με τον κριτικό και υποστηρικτή της Αδελφότητας των Προραφαηλιτών, John Ruskin, ο οποίος ενημέρωσε άμεσα τον Rossetti για την κρισιμότητα της κατάστασής της. Ο Rossetti έσπευσε στο Bath, της έκανε πρόταση γάμου και με τις συνεχείς φροντίδες του η Lizzie επανέκαμψε. Το 1860 τελικά παντρεύτηκαν, όμως ο έγγαμος βίος δε διήρκεσε. Η Lizzie έμεινε έγκυος και απέβαλλε γεγονός που σε συνδυασμό με τον εκρηκτικό χαρακτήρα του συζύγου της την οδήγησε σε βαθιά κατάθλιψη. Το 1862 πεθαίνει από υπερβολική δόση Laudanum, ενώ φέρεται να είχε αφήσει σημείωμα αυτοκτονίας το οποίο έκαψε ο Rossetti. Ο άνδρας της τις ώρες που βρισκόταν σε κώμα, ζήτησε τη συμβουλή τουλάχιστον έξι γιατρών, χωρίς κανένα όμως αποτέλεσμα. Μετά το θάνατό της κράτησε στο διαμέρισμά τους το φέρετρο με τη νεκρή γυναίκα του επί έξη μέρες, ενώ προτού το σφραγίσουν τοποθέτησε ένα χειρόγραφο με τα ποιήματα που είχε γράψει για εκείνη ανάμεσα στο πρόσωπο και στα μαλλιά της, το οποίο όμως εξαιτίας νέων οικονομικών δυσχερειών αναγκάστηκε να ξεθάψει δυο χρόνια αργότερα. Παρότι συνήψε δύο ακόμη ερωτικές σχέσεις το φάντασμα της Elizabeth τον στοίχειωσε και συνεπώς καμία από αυτές δεν μακροημέρευσε. Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι χρόνια μετά το θάνατό της αναβίωνε καθημερινά τη στιγμή του θανάτου της σαν να εκτυλισσόταν σε πραγματικό παροντικό χρόνο. Η εμμονική προσκόλλησή του στην τραυματική εμπειρία του θανάτου της Lizzie είχε ως συνέπεια την ανάπτυξη ψυχικών διαταραχών και τον εθισμό του σε ένα ναρκωτικό με βάση το αλκοόλ, Chloral Hydrate, τη λήψη του οποίου φαίνεται ότι ξεκίνησε ως συμπτωματική αγωγή της νόσου των νεφρών από την οποία έπασχε και τελικά επέφερε το θάνατό του το 1882.
Hamlet, William Shakespeare(Μετάφραση Βασίλη Ρώτα)
Πράξη Δ’, Σκηνή 7
Γερτρούδη
Είναι μια ετιά γυρτή σε ρυάκι, που γυαλίζει στο ρέμα τ’ασημόφυλλά της. Πήγε εκεί πλέκοντας άχαρες γιρλάντες από αγριόχορτα, σέλινα, παρθενούδια, μαργαρίτες και νεκροτσουκνίδες, που οι χοντρόστομοι τσοπάνηδες τις λεν με λέξη πιο χοντρή, μα οι κρύες κοπέλες μας τις λένε δάχτυλα νεκρού. Εκεί, καθώς σκαρφάλωνε στους κλάδους που έγερναν για να τους στεφανώσει με τ’αγριόχορτά της, ένα κλαδί ζηλόφθονο έσπασε και πέφτουν τα χορταρένια στέφανα κι αυτή μαζί τους μες στο ποτάμι που έκλαιγε. Άπλωσαν τα ρούχα της και την κράτησαν λίγο πάνω σαν νεράϊδα. Αυτή τραγούδια κουρέλια από παλιά τραγούδια σαν να μην ένιωθε καθόλου το χαμό της, σαν να ήταν πλάσμα γεννημένο ή μαθημένο στο υγρό στοιχείο. Όμως δεν πέρασε πολύ που τα φορέματά της ήπιανε και βάρυναν και τράβηξαν τη δόλια κόρη απ’το τραγούδι της στο βουρκωμένον τάφο.
Χριστιάνα Οικονόμου. Πτυχιούχος του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας της Τέχνης του ΕΚΠΑ- Κάτοχος MPhil στις Θεατρικές Σπουδές.