Η Επέτειος της 17ης Νοέμβρη μέσα από την πένα της Ζωρζ Σαρή

Ζωρζ Σαρή. Στο άκουσμα του ονόματός της, το μυαλό μου ταξιδεύει χρόνια πριν, στην παιδική μου ηλικία. Πρέπει να ήμουν 9-10 χρονών, όταν έφτασε στα χέρια μου «Ο θησαυρός της Βαγίας». Μέσα σε λίγες μέρες, το είχα κυριολεκτικά ρουφήξει και αμέσως ζήτησα να μου αγοράσουν κάποιο άλλο βιβλίο της ίδιας συγγραφέως.
Πολύ σύντομα ξεκίνησα το «Όταν ο ήλιος», ένα βιβλίο που μιλάει για την περίοδο της Κατοχής, όπου η δεκαεξάχρονη Ζωή προσπαθεί να καταλάβει πολλά, για τον πόλεμο, για τους θανάτους, για την κατάκτηση της χώρας από τους Ναζί, για την πείνα και τις κακουχίες. Όταν το τελείωσα, έμεινα μ’ ένα γλυκόπικρο συναίσθημα. Τα σκληρά σημεία του βιβλίου δεν είχαν αφαιρέσει τίποτα από την τρυφερή πλευρά της ιστορίας του έφηβου κοριτσιού.
Τότε σταδιακά άρχισα να διαβάζω τα αριστουργήματα της Ζωρζ Σαρή, που δικαιωματικά κατέκτησαν ξεχωριστή θέση στη βιβλιοθήκη των παιδικών μου χρόνων. Άλλα δικά της έργα, πολύ αγαπημένα είναι: «Το ψέμα», «Νινέτ», «Ο Χορός της Ζωής», «Τα Χέγια», «Κόκκινη κλωστή δεμένη», «Τα γενέθλια», «Τα στενά παπούτσια», «Το γαϊτανάκι», «Οι νικητές», «Κρίμα κι άδικο», «Προτελευταίο σκαλοπάτι». Το αξιοπερίεργο ήταν ότι κάθε φορά που τα διάβαζα, έπαιρνα καινούρια, σπουδαία μηνύματα.
Το πραγματικό της όνομα είναι Γεωργία Σαριβαξεβάνη και γεννήθηκε το 1925 στην Αθήνα από Μικρασιάτη πατέρα και Γαλλίδα μητέρα. Άρχισε από πολύ μικρή να ασχολείται με το θέατρο, με δάσκαλο το Βασίλη Ρώτα. Μεγαλύτερη, στα χρόνια της Κατοχής, φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Ροντήρη, παίρνοντας μέρος και στην Αντίσταση, ενώ αργότερα συνέχισε τις σπουδές της στο Παρίσι, στη σχολή του Σαρλ Νιτλέν. Το 1962 επέστρεψε στην Ελλάδα και άρχισε να εμφανίζεται στο θέατρο και τον κινηματογράφο μέχρι το 1967, ώσπου με την κήρυξη της Χούντας έμεινε άνεργη και στράφηκε στο γράψιμο.
Η Ζωρζ Σαρή, εμφανίστηκε το 1969 για πρώτη φορά  στα ελληνικά γράμματα με το «Θησαυρό της Βαγίας». Έχει γράψει είκοσι μυθιστορήματα, μία νουβέλα, τέσσερα θεατρικά παιδικά έργα και εννιά βιβλία για μικρά παιδιά. Επίσης, έχει μεταφράσει  δεκατέσσερα μυθιστορήματα από τα γαλλικά. Το 1994 η «Νινέτ» βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου και από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (το βραβείο μοιράστηκε με τη Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου). Το 1999 ο Κύκλος του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου της απένειμε βραβείο για το «Χορό της ζωής», ενώ το 1988 «Τα Χέγια» προτάθηκαν για το βραβείο Άντερσεν.


Αυτό που κάνει τα βιβλία της συναρπαστικά, είναι ότι πολλά από αυτά αφορούν κι ένα διαφορετικό μέρος της ζωής της. «Οι συγγραφείς γράφουν πριν απ’ όλα για τον εαυτό τους, πριν απ’ όλα για να εκφραστούν οι ίδιοι, για να σωθούν», έλεγε η ίδια. Έτσι, η  Ζωρζ Σαρή μπορούσε να ζει σε διαφορετικές καταστάσεις και εποχές και να τις αναπλάθει με απίστευτη πειστικότητα. Είχε ένα μοναδικό χάρισμα, να κάνει τους αναγνώστες της να «νιώθουν» ως δικό τους βίωμα αυτό που εκείνη τους είχε μεταφέρει. Το βιωματικό γράψιμο ωστόσο, δεν της απέκλειε τη δημιουργική φαντασία και τα μυθοπλαστικά στοιχεία. Ο βιωματικός πυρήνας των έργων της εμπλέκεται αρμονικά με το μύθο και την ιστορία. Η σπουδαία αυτή συγγραφέας έφυγε από τη ζωή στις 9 Ιουνίου του 2012.
Λόγω των ημερών, θέλησα να σταθώ στο βιβλίο της με τίτλο «Τα γενέθλια» που πρωτοκυκλοφόρησε το 1977. Αρκετοί συγγραφείς έχουν ασχοληθεί με την περίοδο της επταετίας, τότε που η Χούντα των Συνταγματαρχών ανέλαβε με το «έτσι θέλω» τη διακυβέρνηση της Ελλάδας. Η Ζωρζ Σαρή όμως το κάνει με το δικό της ξεχωριστό τρόπο. Μέσα από τα μάτια ενός οχτάχρονου κοριτσιού, μας μιλάει για τα σκοτεινά εκείνα χρόνια.
Βασική ηρωίδα του βιβλίου είναι η Άννα, κόρη του Αντρέα και της Μαρίας Παυλίδη. Στην αρχή του βιβλίου, η συγγραφέας μας μεταφέρει στα ξημερώματα της 21ης Απριλίου του 1967. Την επόμενη μέρα, η Άννα έχει τα γενέθλιά της και ετοιμάζεται να υποδεχτεί τους φίλους της. Γενέθλια όμως που δεν θα εορταστούν λόγω της Χούντας. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος κάνει πραξικόπημα και αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση της Ελλάδας , επιβάλλοντας ένα καθεστώς ανελευθερίας και φόβου.
Η κατάληψη της εξουσίας από τους Συνταγματάρχες επηρεάζει και τη ζωή της μικρής Άννας. Χάνει το πάρτι των γενεθλίων της. Το σπίτι της γεμίζει μεγάλους που συζητούν ώρες ατελείωτες για τα γεγονότα. Χάνει ακόμα και το κρεβάτι της αφού σε αυτό κοιμάται προσωρινά μια φίλη οικογενειακή, που προσπαθεί να αποφύγει τη σύλληψη. Η Άννα μαζί με τους γονείς της και τον αδελφό της τον Παύλο, μεγαλώνει βιώνοντας από κοντά το φόβο, τη σύλληψη, την εξορία και τα βασανιστήρια φίλων και γνωστών.
Η Άννα λοιπόν μπαίνει στην εφηβεία, ωριμάζει και αμφισβητεί όχι μόνο το καθεστώς αλλά και τους γονείς της και δε διστάζει να αντιδράσει. Κοντά της, σύμβουλος και φίλος ο νονός της ο Δημήτρης, καθηγητής Πανεπιστημίου στη Θεσσαλονίκη, που μαζί με τον αδερφό της οργανώνονται στην αντιστασιακή οργάνωση «Ρήγας Φεραίος» και πολεμούν την Χούντα. Ο Δημήτρης φυλακίζεται και βασανίζεται, μα καταφέρνει να αντέξει. Η Άννα θυμάται τα λόγια που της είχε πει:
«Όταν λεύτερα σκέφτεσαι, δεν φοβάσαι τίποτε και κανέναν».
Σ’ αυτό το σημείο, η Ζωρζ Σαρή παραθέτει απόσπασμα από το μάθημα του καθηγητή Δημήτρη Μαρωνίτη στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, το Γενάρη του 1968: «Το μάθημα τούτο αναγκάζομαι να το κάνω κάτω από απειλητικούς ψιθύρους. Μπορεί τα λόγια αυτά να είναι τα τελευταία που ακούτε από το στόμα μου. Κρατήστε ξύπνιο το μυαλό σας στους σκοτεινούς καιρούς. Μ’ αυτό κυρίως θα πολεμήσετε τη βαναυσότητα της εξουσίας». Πάνω στο χαρακτήρα αυτό, έστησε και τον συνονόματο ήρωα του βιβλίου της.
Η Ζωρζ Σαρή μας μεταφέρει το κλίμα εκείνης της εποχής, τόσο μέσα από τα μάτια της μικρής Άννας όσο και μέσα από την δράση των υπολοίπων συγγενικών και φιλικών προσώπων. Περιγράφει τις αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα, όπου κάποια παιδιά σταματούν να πηγαίνουν στο σχολείο, επειδή οι γονείς τους έχουν συλληφθεί και έχουν εξοριστεί.
Συγκλονιστικό σημείο του βιβλίου αποτελεί επίσης το γράμμα της Κατερίνας που περιγράφει τα βασανιστήρια που υπέστη στο κτίριο της ασφάλειας στην οδό Μπουμπουλίνας 18, κοντά στο Μουσείο. Ένα πραγματικό γράμμα που στάλθηκε στο Ζαν Πωλ Σαρτρ στη Γαλλία και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του «Σύγχρονοι Καιροί».
Εδώ φέρανε και τον Αντρέα. Μόλις τον πιάσανε, τον βάλανε στο διπλανό δωμάτιο. Πρόλαβε να μας ρωτήσει «Βαράνε πολύ;». Κι εμείς δεν προλάβαμε να του απαντήσουμε. Μόνο αρχίσαμε το τραγούδι:
«Si me queras escrivir yas sabes mi paradero tercera brigada mixta primera linea del fugo…»
«Αν θέλεις να μου γράψεις, ξέρεις τη διεύθυνσή μου, Τρίτη Ταξιαρχία, στην πρώτη γραμμή του πυρός…»
Περιμέναμε την ώρα που θα τον ανεβάζανε απάνω. Τραγουδάγαμε και του χτυπάγαμε συνθηματικά τον τοίχο. Τον ξεπροβοδίζαμε. Είχε πάθει τρεις διασείσεις. Δεν ξέραμε πώς θα ξανακατέβαινε κάτω. Τα τρανζίστορ άρχισαν να παίζουν στη διαπασών. Το βασανιστήριο ήταν σίγουρο. Τίποτε δεν μπορούσε να το εμποδίσει…
Κι όμως υπήρχε μια μάχη που θα δινόταν… στην πρώτη γραμμή του πυρός. Τον ανεβάσανε και τον κρατήσανε μέχρι να ξημερώσει.
Όλο το βράδυ ήμαστε μαζί του. Σε μια στιγμή, που έπαψαν να ακούγονται χτυπήματα, η μοτοσικλέτα, και ακούγαμε μόνο ουρλιαχτά, τότε δεν αντέξαμε. Η Χρυσή έβγαλε υστερικές φωνές και η Αριάδνη τιναζόταν από σπασμούς. Εγώ έλεγα και ξανάλεγα δυνατά: «Να πεθάνει, να πεθάνει. Να μη βασανίζεται άλλο».
Ακούγαμε τα νερά που του έριχναν και τον Κιούπη που ανεβοκατέβαινε. Τα ξημερώματα είπε: «Φτάνει. Δε θ’ αντέξει άλλο». Τότε πέσαμε κι εμείς να κοιμηθούμε. Όταν την άλλη μέρα κοιτάξαμε από την τρύπα του δωματίου, είδαμε ένα μάτσο κρέας ματωμένο. Κι όμως η μάχη δόθηκε. Όταν ο Αντρέας μας ξανακοίταξε, με το παραμορφωμένο πρόσωπό του, ανάμεσα στα αίματα και στα γένια, ΧΑΜΟΓΕΛΟΥΣΕ. ΤΟΥΣ ΕΙΧΕ ΝΙΚΗΣΕΙ.
Το μυθιστόρημα τελειώνει έτσι όπως αρχίζει. Με την Άννα να είναι πλέον δεκαπέντε χρονών και να οργανώνει το πάρτι των γενεθλίων της. Ένα διαφορετικό πάρτι όμως, αφού με τους φίλους της φτιάχνουν συνθήματα κατά της χούντας.
Αν και το βιβλίο μάς μιλάει για τη ζωή της Άννας, ενός μικρού παιδιού εκείνης της εποχής, δεν λείπουν τα σημεία όπου μεταφέρεται η σκληρότητα των ανθρώπων του καθεστώτος. Αυτός είναι ένας λόγος που από τη μία δίνει ιδιαίτερη αξία στο βιβλίο, από τη άλλη όμως το καθιστά πιθανόν ακατάλληλο για παιδιά κάτω των δέκα χρονών.
Μαζί με την Άλκη Ζέη, η Ζωρζ Σαρή καθιέρωσε ένα νέο στυλ στο νεανικό μυθιστόρημα, τόσο από την άποψη του ζωντανού, αυτοβιογραφικού ύφους όσο και της εισαγωγής του πολιτικού, κοινωνικού και ιστορικού στοιχείου στο είδος. Η συγγραφή της Σαρή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια έντεχνη διαδικασία ανοίγματος ντουλαπιών και συρταριών. Καθώς μάλιστα η συγγραφέας επανέρχεται στο ίδιο συμβάν ή στην ίδια ιστορία ξανά και ξανά, με νέα βιβλία, υπό διαφορετική οπτική γωνία, εντάσσοντας την οπτική ολοένα και περισσότερων και διαφορετικών πρωταγωνιστών, δίνει θαυμάσιο παράδειγμα διαφοροποιημένης προσέγγισης της αλήθειας.
Αποτελεί λοιπόν, πρότυπο γραφής για τους νεώτερους συγγραφείς που επιθυμούν να προσεγγίσουν τις ψυχές των παιδιών, να κεντρίσουν τη φαντασία τους, αλλά και να τους φέρουν σε επαφή με σημαντικά ιστορικά, πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα.
Γι’ αυτό το λόγο, οφείλουν να ακολουθήσουν τις δυο μεγάλες αρετές που διέθετε η Ζωρζ Σαρή. Πρώτον, να αναδεικνύουν πάντα μέσα από τη γραφή τους τον κόσμο των συναισθημάτων και δεύτερον, να διαθέτουν την ενστικτώδη πίστη στο φως και στο κάλλος, που αντιστοιχεί σε μια χειμαρρώδη αγάπη για τη ζωή, ζευγαρώνοντας τις δυσκολίες, τις σκοτεινές πλευρές και τις οδύνες, χωρίς να κουκουλώνουν τις ιστορίες τους.
Κλείνοντας, ας κρατήσουμε βαθιά μέσα μας το μότο με το οποίο κλείνουν στο τέλος τα βιβλία της: «Όταν θέλεις κάτι, το καταφέρνεις…»

                                                                                                               Έλενα Πίνη

Αφήστε μια απάντηση