ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ
(Από τη Συλλογή ΗΧΩ ΣΤΟ ΧΑΟΣ)
ΑΛΛΟΤΕ, ΗΜΟΥΝ ΠΕΡΗΦΑΝΗ…
Ἄλλοτε, ἤμουν περήφανη Ἀγάπη καὶ μπροστά σου.
Ἤσουν καλή – κι᾿ ἂν ἤσουνα καὶ δύστροπη, περνοῦσα
κρατώντας μόνο τὸ ἄφωνο καὶ τρομαγμένο «στάσου».
Κ᾿ ἤμουν περήφανη γιὰ σένα, Ἀγάπη, κι᾿ ἂς περνοῦσα.
Γιατί δὲν ἦταν βολετὸ ποτὲ νὰ σταματήσω,
τῆς ἔγνιάς σου κι᾿ ἂς ἔμοιαζεν ὁ πόνος ποὺ πονοῦσα.
Τώρα ποὺ ὅλα μ᾿ ἀφήσανε κι ὅλα με ξεγελοῦνε,
ἀκόμα ἐσὺ λυπητερὴ περνᾶς, γλυκοθωροῦσα,
Ἀγάπη μὲ τὰ μάτια σου ποὺ λατρευτὰ μιλοῦνε.
Μὰ ἐδῶ ποὺ ἐγὼ σταμάτησα κι᾿ ὁ οὐρανὸς μοῦ λείπει
κι᾿ ἂν οὔτε τὴν καρδιά μου πιὰ δὲν ἔχω νὰ χαρίσω,
Ἀγάπη, ἐσὺ τὸ θέλησες νὰ τὴ μαράνη ἡ λύπη.
ΑΧ, ΜΕ ΠΟΝΕΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ…
Ἄχ, μὲ πονεῖ ἡ καρδιά μου. Οὔτε ἡ ματιά σου,
Φύση, ποὺ μοῦ ἤσουν μία παρηγοριά.
Μάταια τὸ Δάσος μ᾿ ὅλα τὰ κλαριὰ
νεύει καὶ μοῦ φωνάζει ἡ ὀμορφιά σου.
Οὔτε ἡ ματιά σου, Ἀγάπη λυπημένη,
Ἀγάπη, σιωπηλή, δὲ μὲ πλανᾶ.
Ἡ σκέψη μου ὄχι πὼς σὲ λησμονᾶ,
μὰ εἶνε ἡ καρδιά μου τόσο ἀρρωστημένη,
πονεῖ… Τίποτε πιὰ δὲ μὲ γλυτώνει.
Κάθε στιγμὴ πληγή, κάθε ματιά.
Κι ὅλα μέσ᾿ τὴν πληγή μου μία φωτιὰ
ποὺ τυραννεῖ καὶ ποὺ σκοτώνει…
ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ ΑΓΑΠΗ
Σημάδια της νύχτας
μένουν βαθιά.
Πόσο διαφέρει
η νύχτα στη ξενιτιά;
Η μνήμη μιας αγάπης
φέγγει μακριά.
Ποιο φως να φέρει
αγάπη από τα παλιά;
Το δάκρυ της λήθης
στάζει ξανά.
Ποια ίχνη αφήνει
η λήθη στην καρδιά;
Τα μάτια σου ίδια,
για σένα
βλέπουν ίδια,
τη νύχτα στη ξενιτιά.
Τα μάτια σου ίδια,
για μένα
φέγγουν ίδια,
την αγάπη εδώ μακριά.
Τα μάτια μου ίδια,
για σένα
δεν είναι ίδια,
η λήθη στην καρδιά.
Γιατί η αγάπη σου ζει
εδώ στη ξενιτιά.
Γιατί η αγάπη σου ζει
ακόμα στην καρδιά.
Έλενα Πίνη
Η Μαρία Πολυδούρη (Καλαμάτα, 1 Απριλίου 1902 – Αθήνα, 29 Απριλίου 1930) ήταν Ελληνίδα ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής.
Στα γράμματα εμφανίστηκε σε ηλικία 14 ετών με το πεζοτράγουδο Ο πόνος της μάνας, το οποίο αναφέρεται στο θάνατο ενός ναυτικού που ξέβρασαν τα κύματα στις ακτές των Φιλιατρών και είναι επηρεασμένο από τα μοιρολόγια που άκουγε στη Μάνη. Στα δεκαέξι της διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας και παράλληλα εξέφρασε ζωηρό ενδιαφέρον για το γυναικείο ζήτημα. Το 1920, σε διάστημα σαράντα ημερών, έχασε και τους δύο γονείς της.
Το 1921 μετατέθηκε στη Νομαρχία Αθηνών και παράλληλα εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην υπηρεσία της εργαζόταν και ο ομότεχνός της Κώστας Καρυωτάκης. Γνωρίστηκαν και μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένας σφοδρός έρωτας, που μπορεί να κράτησε λίγο, αλλά επηρέασε καθοριστικά τη ζωή και το έργο της.
Συναντήθηκαν για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1922. Η Μαρία ήταν τότε 20 ετών, ενώ ο Καρυωτάκης 26. Εκείνη είχε δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα, ενώ εκείνος είχε εκδόσει δύο ποιητικές συλλογές — τον Πόνο των ανθρώπων και των πραμάτων (1919) και τα Νηπενθή (1921) — και είχε ήδη κερδίσει την εκτίμηση κάποιων κριτικών και ομότεχνών του.
Το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης ανακάλυψε ότι έπασχε από σύφιλη, νόσο που τότε ήταν ανίατη και αποτελούσε κοινωνικό στίγμα. Ενημέρωσε αμέσως την αγαπημένη του Μαρία και της ζήτησε να χωρίσουν. Εκείνη του πρότεινε να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, όμως εκείνος ήταν πολύ περήφανος για να δεχτεί τη θυσία της. Η Μαρία αμφέβαλε για την ειλικρίνειά του και θεώρησε ότι η ασθένειά του ήταν πρόσχημα του εραστή της για να την εγκαταλείψει.
Το 1924 μπήκε στη ζωή της ο δικηγόρος Αριστοτέλης Γεωργίου, που μόλις είχε επιστρέψει από το Παρίσι. Ήταν νέος, ωραίος και πλούσιος και η Πολυδούρη τον αρραβωνιάστηκε στις αρχές του 1925. Η Μαρία όμως αγαπούσε πάντα τον Καρυωτάκη.
Παρά την αφοσίωση του αρραβωνιαστικού της, η Πολυδούρη δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σοβαρά σε καμία δραστηριότητα. Έχασε τη δουλειά της στο δημόσιο μετά από αλλεπάλληλες απουσίες και εγκατέλειψε τη Νομική. Φοίτησε στη Δραματική Σχολή Κουναλλάκη και την Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου (σήμερα Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου) και μάλιστα πρόλαβε να εμφανιστεί ως ηθοποιός σε μία παράσταση, Το κουρελάκι, όπου είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Το καλοκαίρι του 1926 διέλυσε τον αρραβώνα της και έφυγε για το Παρίσι. Σπούδασε ραπτική αλλά δεν πρόλαβε να εργαστεί γιατί προσβλήθηκε από φυματίωση. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1928 και συνέχισε τη νοσηλεία της στο Νοσοκομείο Σωτηρία, όπου έμαθε για την αυτοκτονία του πρώην εραστή της, Κώστα Καρυωτάκη. Τον ίδιο χρόνο κυκλοφόρησε την πρώτη της ποιητική συλλογή Οι τρίλλιες που σβήνουν και το 1929 τη δεύτερη, Ηχώ στο χάος. Η Πολυδούρη άφησε δύο πεζά έργα, το Ημερολόγιό της και μία ατιτλοφόρητη νουβέλα με την οποία σαρκάζει ανελέητα το συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της. Η φυματίωση όμως τελικά την κατέβαλε και τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930 άφησε την τελευταία της πνοή με ενέσεις μορφίνης που της πέρασε ένας φίλος της στην Κλινική Καραμάνη.
Η Μαρία Πολυδούρη ανήκει στη γενιά του 1920 που καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίησή της. Είναι μεστή από πηγαίο λυρισμό που ξεσπά σε βαθιά θλίψη και κάποτε σε σπαραγμό, με εμφανείς επιδράσεις από τον έρωτα της ζωής της, Κώστα Καρυωτάκη, αλλά και τα μανιάτικα μοιρολόγια. Οι συναισθηματικές και συγκινησιακές εξάρσεις της Πολυδούρη καλύπτουν συχνά κάποιες τεχνικές αδυναμίες και στιχουργικές ευκολίες του έργου της.
Το πρώτο άρθρο για την Μαρία Πολυδούρη που βασίζεται στο αρχείο της και το ημερολόγιό της ανήκει στη Βασιλική Μπόμπου-Σταμάτη και είναι δημοσιευμένο στην Ελληνική Δημιουργία 7(1954), σ. 617-624. Τα Άπαντα της Μαρίας Πολυδούρη κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά την δεκαετία του 1960 από τις Εκδόσεις Εστία, με επιμέλεια της Λιλής Ζωγράφου. Έκτοτε επανακυκλοφόρησαν από διάφορους εκδοτικούς οίκους.
Ο συγγραφέας και ποιητής Κωστής Γκιμοσούλης έχει γράψει μία μυθιστορηματική βιογραφία της με τον τίτλο Βρέχει φως. Ποιήματά της έχουν μελοποιήσει Έλληνες συνθέτες, κλασικοί, έντεχνοι και ροκ — ανάμεσά τους οι Μενέλαος Παλλάντιος, Κωστής Κριτσωτάκης, Νίκος Μαμαγκάκης, Γιάννης Σπανός, Νότης Μαυρουδής, Γιώργος Αρκομάνης, Δημήτρης Παπαδημητρίου, Ανδρέας Α. Αρτέμης, Μιχάλης Κουμπιός, Στέλιος Μποτωνάκης και τα συγκρότηματα «Πληνθέτες» και «Ηλιοδρόμιο» καθώς και ο μουσουργός Νίκος Φυλακτός σε έργα με φωνή και πιάνο. Σε αυτούς να προσθέσουμε τον Θάνο Ανεστόπουλο, τραγουδιστή του συγκροτήματος “Διάφανα Κρίνα” που μελοποίησε τα ποιήματα “Κοντά σου” και “Σαν πεθάνω”.