Αναγέννηση β μέρος της Χριστιάνας Οικονόμου
Σε πρότυπο της ατομικής ιδιοσυστασίας που επιδιώκει να προβάλει η ουμανιστική κίνηση, αναδεικνύεται ο homo universalis, ο καθολικός άνθρωπος, ο οποίος διακρίνεται για την πολυσχιδή προσωπικότητα, την ευρυμάθεια και τα πολλαπλά ερευνητικά ενδιαφέροντα. Το μοντέλο του πανεπιστήμονα και πολύπλευρου φιλοπρόοδου ατόμου αντικαθιστά την παθητικότητα του μεσαιωνικού ανθρώπου, του οποίου το πεδίο δράσης περιορίζεται από φοβικά σύνδρομα που γεννά η τάση μοιρολατρείας, απότοκος της θρησκοληψίας και που σε συνδυασμό με την αδυναμία υπέρβασης των προκαθορισμένων ταξικών ορίων όπου εντάσσεται, περιχαρακώνεται και μετατρέπεται σε δέσμιο μίας αδρανούς εσωτερικής κατάστασης, επιβεβλημένης εν πολλοίς από εξωγενείς παράγοντες. Στο πλαίσιο αυτό το μοτίβο της απεικονιστικής αποτύπωσης και της λογοτεχνικής σκιαγράφησης της ατομικής ταυτότητας του ανθρώπου, ακολουθεί μία αμετάβλητη σταθερότητα στα καλλιτεχνικά εγχειρήματα της εποχής, όπως επιβεβαιώνει η φιλοτέχνηση πολυάριθμων προσωπογραφιών και η συγγραφή ποικίλων βιογραφικών και αυτοβιογραφικών κειμένων, ενώ για πρώτη φορά καθίσταται απαραίτητη παράμετρος για την ορθόδοξη επιστημονική τεκμηρίωση η θεμελίωση της ερευνητικής πρότασης με στοιχεία από το βίο, την πορεία και το περιβάλλον συγκρότησης της ιδιοσυγκρασίας του δημιουργού. Οι διανοητές της περιόδου ερμηνεύουν τα γραπτά μνημεία της κλασικής γραμματείας με όρους αποδεικτικής, μεθοδολογικής προσέγγισης, καθώς πλέον στηρίζεται στη συγκριτική ανάλυση ποικίλων κωδίκων με την καινοφανή για την εποχή προσθήκη κριτικών υπομνημάτων. Στην καίρια και αναμφισβήτητη συμβολή των ουμανιστών διανοούμενων στη διάδοση του ιδεολογικού αποστάγματος του ελληνορωμαϊκού πνεύματος, εντάσσεται η απόδοσή των κειμένων στις γλώσσες που θα γίνονταν αντιληπτές από ευρύτερα πληθυσμιακά στρώματα, αλλά και η διάσωση των κλασικών έργων με τη μαζική αντιγραφή χειρογράφων και τις συστηματικές αποστολές εξεύρεσης κωδίκων, ενώ συγχρόνως η διάδοση της τυπογραφίας, κυρίως κατά τα τελευταία χρόνια του Quattrocento, οπότε οι καινοτομίες ανατύπωσης, όπως η ελάττωση του μεγέθους των βιβλίων, είχαν ως αποτέλεσμα την έκδοση χαμηλότερου κόστους εγχειριδίων, προσιτών σε μεγαλύτερη κοινωνική γκάμα αναγνωστικού κοινού. Στη διαδικασία αυτή της πνευματικής αναβίωσης του ελληνορωμαϊκού κόσμου, καταλυτικό ρόλο διαδραμάτισε η αθρόα συρροή βυζαντινών λογίων που παρατηρείται μετά το 1204, την άλωση της Κωνσταντινούπολης κατά τη Δ’ Σταυροφορία και κορυφώνεται με την οριστική της πτώση από τους Οθωμανούς το 1453. Η άλωση της Βασιλεύουσας σημειώνεται από τους κύκλους της ιταλικής διανόησης ως καίριο πλήγμα για τη διαφύλαξη και την εξάπλωση της πολιτισμικής παρακαταθήκης της αρχαίας Ελλάδος. Ο Ντονάτο Ατσαϊόλι, επιφανής λόγιος του κύκλου του Κοσμά των Μεδίκων υπογραμμίζει: «η υποδούλωση του ευγενέστατου βυζαντινού κράτους, που μόνο αυτό συντηρούσε τη μνήμη της αρχαίας Ελλάδας, μπορούσε να συμπαρασύρει σε αφανισμό μαζί με τους Έλληνες και την ελληνική σοφία» .
Η δραστηριότητα των ουμανιστών δεν περιορίζεται στη θεραπεία των κλασικών σπουδών, αλλά διευρύνεται με την αναρρίχησή τους σε ιεραρχικά ανώτερες θέσεις του διοικητικού μηχανισμού των κρατικών μορφωμάτων, με την ένταξή τους στη συμβουλευτική ομάδα των ηγεμόνων και με την προσφορά υπηρεσιών στην παπική εξουσία. Ο οικουμενικός άνθρωπος μετέρχεται ως μέσο κοινωνικής ανόδου και επιρροής την πνευματική καλλιέργεια και πολυπραγμοσύνη του, αναπτύσσοντας με την πρακτική αυτή μία τυχοδιωκτική ιδιοσυγκρασία, η οποία εν πολλοίς αποτελούσε απότοκο του κοσμοπολίτικου χαρακτήρα που προσλαμβάνει η σκέψη του ουμανιστή. Το διάχυτο αυτό πνεύμα του καιροσκοπισμού διογκώθηκε μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς και την αθρόα συρροή βυζαντινών λογίων που συνέβαλε στην ηθική αλλοίωση της ουμανιστικής κίνησης που επιτάθηκε λόγω των πολιτικών ανακατατάξεων στην ιταλική χερσόνησο .
Στην ιστορική διαδρομή του ανθρώπινου πολιτισμού απαντάται για πρώτη φορά η υποστήριξη της κοινωνικής ομάδας των καλλιτεχνών σε πραγματείες θεωρητικών της τέχνης που αποσκοπούν στη θεμελίωση και τεκμηρίωση της καλλιτεχνικής δημιουργίας σε επιστημονικές αρχές. Ως συνέπεια αυτής της προσπάθειας, οι δημιουργοί αναβαθμίζουν το κοινωνικό τους status, καθώς αποβάλλουν το στίγμα του χειρώνακτα, οι συνθήκες εργασίας μεταβάλλονται επί τα βελτίω με την αύξηση των αμοιβών και την εξασφάλιση ευνοϊκότερων όρων συνεργασίας, ενώ πλέον ακόμη και γόνοι εύπορων οικογενειών ακολουθούσαν το επάγγελμα του καλλιτέχνη χωρίς να αντιμετωπίζουν την αποδοκιμασία του κύκλου τους. Η οργανωμένη απόπειρα, ως μέσο προπαγάνδας και εδραίωσης της εξουσίας επιφανών οικογενειών, όπως οι Μέδικκοι, της στήριξης των νέων δημιουργικών εικαστικών τάσεων σε γνώσεις σταθερής και επιστημονικά αποδεκτής, θεωρητικής βάσης, υπαγορεύτηκε σε μεγάλο βαθμό από την αδήριτη ανάγκη της αναγνώρισης της αυτονομίας του έργου τέχνης αλλά και απόδοσης πνευματικής βαρύτητας στον χαρακτήρα του λειτουργήματος του καλλιτέχνη που ακόμη και μέχρι την πρώιμη Αναγεννησιακή περίοδο, εξακολουθούσε να εντάσσεται στη χορεία των χειρωνακτικών επαγγελμάτων, που υπόκειντο στους κανόνες λειτουργίας των συντεχνιών. Στο χρονικό φάσμα που καλύπτει την περίοδο της Κλασικής Αναγέννησης (τέλη 15ου- αρχές 16ου αι.)οι Καλές Τέχνες τοποθετούνται στο πάνθεον των ελευθέρων τεχνών και ο καλλιτέχνης ανεβαίνει στην κοινωνική ιεραρχία και κατακτά εξέχουσα θέση στην πνευματική ιντελιγκέντσια. Η επικράτηση άλλωστε της νεοπλατωνικής αισθητικής καλλιεργεί το έδαφος όχι μόνο για την κοινωνική αναβάθμιση, αλλά και για τη θεοποίηση του εικαστικού δημιουργού. Άλλωστε τα θεωρητικά συγγράμματα του Leon Battista Alberti( Περί ζωγραφικής, Περί του αγάλματος και Περί οικοδομικής τέχνης) ορίζουν την τέχνη ως υψηλού επιπέδου πνευματικό λειτούργημα, η καλλιέργεια του οποίου προϋποθέτει σύνθετες επιστημονικές γνώσεις.
Για την οικογένεια των Μεδίκκων όμως θα μιλήσουμε σε επόμενο άρθρο.