ΣΕ ΑΓΑΠΟΥΣΑ
Σε αγαπούσα. Ίσως η αγάπη
δεν έσβησε ακόμα στην ψυχή,
Μα, ας μη σ’ αναστατώνει πια
ο έρωτάς μου. Δεν θέλω θλίψη
να σου δώσω περιττή.
…
Σε αγαπούσα σιωπηλά,
χωρίς ελπίδα βασανισμένος
από ζήλεια και ντροπή.
Σε αγαπούσα τρυφερά κι αληθινά
τόσο που εύχομαι κι ο άλλος
έτσι να σ’ αγαπά.
Αλεξάντερ Πούσκιν – 1829
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΓΑΠΗ
Μαρτυρώ στα σύννεφα
πως σ’ αγαπούσα.
Κι εκείνα με προσκαλούν
να ταξιδέψω συντροφιά τους
για να σε ξεχάσω.
Ποιος μήνας και
ποια εποχή μπορεί να
σε φέρει πίσω;
Εσύ ποτέ δεν υπολόγισες
τον χρόνο για σύμμαχό σου,
μήτε για εχθρό σου.
Έναν απλό συνοδοιπόρο γύρευες
προς την ελευθερία.
Μαρτυρώ στα σύννεφα
πως σ’ αγαπούσα.
Κι εκείνα με προκαλούν
να τραγουδήσω συντροφιά τους
για να σ’ αποχαιρετήσω.
Ποιος στίχος και
ποια στροφή μπορεί να
σε περιγράψει;
Εσύ πότε δεν χρησιμοποίησες
τις λέξεις για να με κρατήσεις,
μήτε να με διώξεις.
Έναν καλό συνομιλητή γύρευες
προς την αυτογνωσία.
Μαρτυρώ στα σύννεφα
πως σ’ αγαπούσα
με περίσσεια ελευθερία
και γνώση του εαυτού μου.
Κι εκείνα μου υπόσχονται
να κλείσουν στην καρδιά τους
την μαρτυρία αυτής της
ανείπωτης αγάπης.
Έλενα Πίνη
Ο Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν (Μόσχα, 6 Ιουνίου 1799 – Αγία Πετρούπολη, 10 Φεβρουαρίου 1837), ήταν Ρώσος λογοτέχνης, ο μεγαλύτερος ποιητής της Ρωσίας που θεωρείται και ο δημιουργός της νεότερης ρωσικής λογοτεχνίας και γνωστός φιλέλληνας. Ο Πούσκιν γεννήθηκε στη Μόσχα, από γονείς ευγενείς, τον Σεργκέι Λβόβιτς Πούσκιν και τη Ναντέζντα (Νάντια) Όσιποβνα Χάννιμπαλ, οι οποίοι μόλις είχαν εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα μετά την παραίτηση του πατέρα του, Σεργκέι, από τον τσαρικό στρατό και τη γέννηση της αδελφής του Όλγας λίγο καιρό νωρίτερα. Το 1805 γεννήθηκε και το τρίτο παιδί, ο Λεβ. Οι γονείς τους τα παραμελούσαν με τον πατέρα να διαθέτει πολύ λίγο χρόνο γι’ αυτά και τη μητέρα να είναι πολύ ιδιότροπη στην έκφραση της αγάπης της.
Η μητέρα του επινοούσε τιμωρίες για να του αποβάλει τις κακές συνήθειες και την αδεξιότητά του, στο τέλος όμως η υπομονή της εξαντλούνταν με το ανυπάκουο και σκυθρωπό παιδί της. Ήταν, αντίθετα, πολύ τρυφερή στην Όλγα και ιδιαιτέρως στον μικρότερο αδελφό του ποιητή, τον Λεβ, κάνοντας τον Αλεξάντρ εσωστρεφές παιδί.
Mε τους γονείς του μιλούσε γαλλικά, συνήθεια των ευγενών της εποχής. Τα ρωσικά τα έμαθε από τη γιαγιά του από την πλευρά της μητέρας του και τους δουλοπάροικους που υπηρετούσαν στο σπίτι του. Δύο δουλοπάροικοι άσκησαν μεγάλη επίδραση πάνω του: ο Νικολάι Κοζλόφ που έμεινε κοντά του πιστός και όταν μεγάλωσε, και η τροφός του Αρίνα Ροντιόνοβνα, μέσω της οποίας έμαθε τη λαϊκή ρωσική ποίηση. Ο θείος του, ποιητής Βασίλι Πούσκιν (αδελφός του πατέρα του), τον βοήθησε επίσης στα πρώιμα καλλιτεχνικά του βήματα και αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τον μικρό Αλέξανδρο.
Το 1811, σε ηλικία 12 ετών έφυγε από τη Μόσχα για την Αγία Πετρούπολη και μπήκε υπότροφος στο Λύκειο του Τσάρσκογιε Σελό, που μόλις είχε εγκαινιάσει τη λειτουργία του, ιδρυμένο από τον Αλέξανδρο Α΄. Το Λύκειο αποτέλεσε λίκνο ελεύθερων πνευμάτων και επαναστατών, με πολλούς νέους, τέκνα ευγενών, να ενστερνίζονται φιλελεύθερες ιδέες. Η ποίηση αποτελούσε μάθημα με μεγάλη σπουδαιότητα, με τους μισούς μαθητές να γράφουν ποιήματα. Ο Πούσκιν έκανε δύο εγκάρδιους φίλους εκεί, τον Βίλχελμ Κάρλοβιτς Κύχελμπέκερ, γερμανικής καταγωγής, ο οποίος διακρίθηκε μετέπειτα ως ποιητής και, αφού εισήλθε στον κύκλο των Δεκεμβριστών, έλαβε μέρος στην εξέγερση του Δεκεμβρίου του 1825 και τον Αντόν Αντόνοβιτς Ντέλβιγκ, τέκνο ευγενών, βαλτικής καταγωγής, ο οποίος επίσης διακρίθηκε ως ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας.
Το 1815 ο Πούσκιν έγραψε το ποίημα Ο ίσκιος του Φονβίζιν, όπου σατίριζε δριμύτατα τους αρχαΐζοντες (τους ομιλητές της σλαβονική γλώσσα|σλαβονική, τα αρχαία σλαβικά), παίρνοντας σαφή θέση στο γλωσσικό πρόβλημα που γνώριζε όξυνση τότε. Το 1817 έγραψε την ωδή Η ελευθερία, όπου ενώνει τη φωνή του με τον Αλεξάντρ Νικολάγιεβιτς Ραντίτσεφ και τον Βασίλι Βασίλιεβιτς Καπνίστ κατά του δεσποτισμού. Αντίθετα από την επιθετικότητα του Ραντίτσεφ, απηύθυνε έκκληση στους άρχοντες για εγκαθίδρυση της συνταγματικής μοναρχίας, επικαλούμενος το Φυσικό Δίκαιο της ελευθερίας. Η ωδή αυτή διαβάστηκε από πολλούς, θεωρήθηκε όμως αντικαθεστωτική και δεν τυπώθηκε παρά μόνο στο εξωτερικό πολλά χρόνια μετά το θάνατό του.
Πολλά ποιήματα που έγραψε ο Πούσκιν στα χρόνια 1817-1820 συντίθενται από παιχνιδιάρικους στίχους, εκφράζοντας, άλλα από αυτά ήρεμα αισθήματα και άλλα ισχυρά πάθη, όπως το ποίημα Ο θρίαμβος του Βάκχου. Την ίδια περίοδο ο ποιητής έγραψε το πρώτο μεγάλο ποιητικό του έργο, ένα κωμικοηρωικό έπος τριών χιλιάδων στίχων, το Ρουσλάν και Λιουντμίλλα, ένα μεγάλο παραμύθι με θρυλικές περιπέτειες του ήρωα, που αναζητά την αγαπημένη του κι αγωνίζεται να τη σώσει από τις εχθρικές μαγικές δυνάμεις. Παράλληλα όμως συνέχισε την καυστική μέσω των γραπτών του κατά της κοινωνικής κατάστασης στην τσαρική Ρωσία και της έντονης δεσποτικής φύσης της, προκαλώντας τελικά την οργή του τσάρου Αλέξανδρου Α΄, ο οποίος αποφάσισε να τον στείλει εξόριστο στη Σιβηρία ή στον ακόμα πιο παγωμένο Βορρά, σε ένα μοναστήρι σε ένα νησί της Λευκής Θάλασσας.
Έσπευσαν πάντως να τον βοηθήσουν τρεις κορυφαίοι τότε εκπρόσωποι των ρωσικών γραμμάτων, ο λογοτέχνης και ιστορικός Νικολάι Μιχάιλοβιτς Καραμζίν, ο ποιητής Βασίλι Αντρέγεβιτς Ζουκόφσκι και ο Αλεξέι Νικολάγιεβιτς Ολένιν, πρόεδρος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών, άντρας με εξαιρετική ευρυμάθεια. Ενεργοποίησαν υψηλές γνωριμίες τους και με τη συνδρομή και της τσαρίνας κινητοποιήθηκαν για να τον σώσουν από την οργή του τσάρου. Την πλάστιγγα όμως οριστικά υπέρ του έκρινε ο Ιωάννης Καποδίστριας, άμεσος προϊστάμενος του Πούσκιν στο Υπουργείο Εξωτερικών, αφού πρώτα τού υποσχέθηκε ο Πούσκιν να μείνει μακριά από την πολιτική για ένα χρόνο. Μετά την υπόσχεση αυτή ο Καποδίστριας απέσπασε την έγκριση του τσάρου για μετάθεση του αντιδραστικού Πούσκιν στη Νότια Ρωσία.
Πολλά ποιήματα που έγραψε ο Πούσκιν στα χρόνια 1817-1820 συντίθενται από παιχνιδιάρικους στίχους, εκφράζοντας, άλλα από αυτά ήρεμα αισθήματα και άλλα ισχυρά πάθη, όπως το ποίημα Ο θρίαμβος του Βάκχου. Την ίδια περίοδο ο ποιητής έγραψε το πρώτο μεγάλο ποιητικό του έργο, ένα κωμικοηρωικό έπος τριών χιλιάδων στίχων, το Ρουσλάν και Λιουντμίλλα, ένα μεγάλο παραμύθι με θρυλικές περιπέτειες του ήρωα, που αναζητά την αγαπημένη του κι αγωνίζεται να τη σώσει από τις εχθρικές μαγικές δυνάμεις. Παράλληλα όμως συνέχισε την καυστική μέσω των γραπτών του κατά της κοινωνικής κατάστασης στην τσαρική Ρωσία και της έντονης δεσποτικής φύσης της, προκαλώντας τελικά την οργή του τσάρου Αλέξανδρου Α΄, ο οποίος αποφάσισε να τον στείλει εξόριστο στη Σιβηρία ή στον ακόμα πιο παγωμένο Βορρά, σε ένα μοναστήρι σε ένα νησί της Λευκής Θάλασσας.
Από τη Μολδαβία στον Δεκέμβρη του 1825
Στο τότε ρωσικό Κισινιόφ, την πρωτεύουσα σήμερα της Μολδαβίας (Κισινάου στα ρουμανικά), στη Βεσσαραβία της νότιας Ρωσίας όπου μετατέθηκε, ο Πούσκιν τέθηκε υπό την επίβλεψη του στρατηγού Ιβάν Νίκιτιτς Ίνζοφ, ανθρώπου γενναίου και καλλιεργημένου, διακεκριμένο πολεμιστή των ναπολεόντειων πολέμων, έπειτα από επιθυμία του Καποδίστρια, ο οποίος με επιστολή του στον στρατηγό τού ζητάει να δείξει φροντίδα στον νεαρό ποιητή, συμπληρώνοντας: Δεν υπάρχει ακρότητα στην οποία να μην υπέπεσε ο ατυχής αυτός νέος, όπως δεν υπάρχει και τελειότητα που δεν θα μπορούσε να επιτύχει με την υψηλή ποιότητα των χαρισμάτων του.
Στο Κισινιόφ, το 1821, ο Πούσκιν ήρθε πιο κοντά στην υπόθεση της προσπάθειας των Ελλήνων για ανεξαρτησία, πιστεύοντας ακράδαντα ότι η Ελλάδα θα θριάμβευε και εκθειάζοντας την ανδρεία του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Ο ενθουσιασμός του όμως δεν κράτησε πολύ. Απογοητεύτηκε με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη αποδίδοντάς του ανικανότητα στον ηγετικό ρόλο που είχε αναλάβει. Η εκτίμηση αυτή του ποιητή βασίστηκε σε εσφαλμένες και ανεπαρκείς πληροφορίες. Θεωρούσε ακόμα γενναίο τον Υψηλάντη, δυσφόρησε όμως που μετά την άτυχη μάχη στο Δραγατσάνι (7 Ιουνίου 1821), ο Υψηλάντης κατέφυγε στην Αυστρία.
Η απογοήτευση του Πούσκιν από την αναβλητικότητα, τη διχόνοια και την αδιαφορία πολλών Ελλήνων για την εθνική υπόθεση, τον εξοργίζει και στηλιτεύει αγανακτισμένος τους Έλληνες ως έναν άθλιο λαό ληστάρχων και μπακάληδων, σπεύδοντας όμως μετανιωμένος και έχοντας πικράνει κάποιους φίλους του, να δηλώσει ότι η καρδιά του δεν θα μπορούσε να νιώσει εχθρότητα στις ευγενικές προσπάθειες ενός αναγεννώμενου λαού.
Την ίδια εποχή, έγραψε μια από τις καλύτερες μπαλάντες του, Το τραγούδι του σοφού Ολέγκ, βασισμένο σε σκανδιναβικό και ρωσικό μύθο. Στη μπαλάντα αυτή στρέφεται στους καιρούς του Ολέγκ και του Ίγκορ, πρώτων ηγεμόνων του Κιέβου (μετά το Νόβγκοροντ, δεύτερη πρωτεύουσα των Ρως). Η μπαλάντα ακολουθούσε το καλλιτεχνικό ρεύμα του Ρομαντισμού και μιλούσε για την αξία της συντροφικότητας, τους φίλους που αφήσαμε πίσω, την αλαζονεία, την τιμή, τις αρχέγονες ιδέες της συλλογικότητας που προδώσαμε και τη νέμεση. Είναι ποίημα σαφώς επηρεασμένο από το έργο του λόρδου Μπάιρον).
Ως τα τέλη του 1822 έγραψε τα ποιήματα Ο αιχμάλωτος του Καυκάσου, Οι αδελφοί λήσταρχοι (δεν το ολοκλήρωσε), Η πηγή του Μπαχτσε-σαράι. Είχε κάνει τότε και αρκετά ταξίδια, στο Κίεβο, στο Αικατερίνοσλαβ (σημερινό Ντνιπροπετρόφσκ στην ανατολική Ουκρανία) και ένα μεγάλο ταξίδι στον Καύκασο. Χαρακτηριστικό θέμα των ποιημάτων Ο αιχμάλωτος του Καυκάσου και τηςΠηγής του Μπαχτσε-σαράι είναι ο ανεκπλήρωτος έρωτας. Από τα γράμματα του ποιητή διαφαίνεται πως το ποίημα Η πηγή του Μπαχτσε-σαράι είναι στενά δεμένο με ένα δυνατό προσωπικό αίσθημα, τον ένα από τους δύο πιο αγνούς έρωτες της ζωής του Πούσκιν, έρωτα που εκφράζει με το φλογισμένο στόμα του χάνου (ηγεμόνα στους ταταρικούς λαούς) Γιρέι. Οι μελετητές του δεν είναι σύμφωνοι ως προς το όνομα της κοπέλας που αγαπούσε. Πιο πιθανό είναι αυτή να ήταν η Σοφία Ποτόσκαγια, συνομήλική του, κόρη Πολωνορώσου στρατηγού και Ελληνίδας Κωνσταντινουπολίτισσας, την οποία αγαπούσε από μικρός, από τα χρόνια της Αγίας Πετρούπολης. Η Σοφία τού είχε διηγηθεί την περιπέτεια της γιαγιάς της, που ο χάνος της Κριμαίας την είχε πάρει αιχμάλωτη στο Μπαχτσέ-σαράι (ή Μπαχτσισαράι-Παλάτι των Κήπων-πρωτεύουσα του Χανάτου της Κριμαίας).
Δεκέμβρης 1825
Τον Δεκέμβριο του 1825 σημειώθηκε στην Αγία Πετρούπολη και τη Μόσχα εξέγερση κατά του τσάρου, εξέγερση με διαφορετικό αίτημα στις δυο πόλεις. Στη μεν Αγία Πετρούπολη το αίτημα ήταν η παροχή Συντάγματος, στη δε Μόσχα η εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας. Κοινό όμως αίτημα και των δυο κινημάτων ήταν η απελευθέρωση των χωρικών από τη δουλοπαροικία και του λαού από το δεσποτισμό. Η εξέγερση απέτυχε υπό το βάρος των κανονιών και ακολούθησαν τα μαρτύρια των Δεκεμβριστών.
Ο Πούσκιν έγινε κι αυτός στόχος των ανακριτικών Αρχών. Ο τσάρος όμως Νικόλαος Ά, σκέφθηκε ότι η σύλληψη του πιο φημισμένου ποιητή της Ρωσίας θα έβλαπτε το θρόνο του, ιδίως μάλιστα από τη στιγμή που δεν υπήρχαν στοιχεία ούτε καν ηθικής συνέργειάς του στο κίνημα των Δεκεμβριστών. Παράλληλα, ο καλός φίλος του Πούσκιν, Ζουκόφσκι, παρέδωσε επιστολή του ποιητή στον τσάρο στην οποία επικαλείται τη μεγαλοψυχία του αυτοκράτορα και υπόσχεται ότι δεν θα εκδηλώσει από εδώ και πέρα γνώμες αντίθετες προς την καθιερωμένη τάξη. Ο συμβιβασμός δεν τον απήλλαξε όμως αμέσως, ούτε και αργότερα, από δύσκολες ώρες. Ως τις αρχές Σεπτεμβρίου του 1826 βρισκόταν υπό την επιτήρηση των τοπικών Αρχών, στο Μιχαηλόφσκογιε, παραθεριστικό μέρος της οικογένειάς του στην Περιφέρεια του Πσκοφ.
Μετά την εξορία
Μετά την επιστροφή του από την εξορία, ο Πούσκιν πέρασε δύσκολες μέρες στην Μόσχα. Η λογοκρισία των έργων του –την οποία σύμφωνα με την υπόσχεσή του ασκούσε προσωπικά ο τσάρος- ήταν πολύ πιεστική και η παρακολούθηση της αστυνομίας πολύ στενή. Επί πλέον οι κριτικοί αντιμετώπισαν τα έργα του αυτής της περιόδου δυσμενώς και, το χειρότερο, πολλοί ομοϊδεάτες του τον κατηγόρησαν ως αποστάτη. Παρά ταύτα εκείνη την εποχή έγραψε τις λεγόμενες «μικρές τραγωδίες» του (Μότσαρτ και Σαλιέρι, Ο πέτρινος επισκέπτης κ. α.), πεζογραφήματα, ποιήματα και άρθρα.
Παράλληλα από το 1826 μέχρι το 1831 ο Πούσκιν ζούσε μιαν άσωτη ζωή στη Μόσχα. Το 1831 παντρεύτηκε την Ναταλία Νικολάγεβνα Γκοντσάροβα ύστερα από μια περιπετειώδη σχέση. Εγκαταστάθηκε στην Αγία Πετρούπολη, διορίστηκε και πάλι σε κρατική θέση και το 1834 πήρε το αυλικό αξίωμα του Kammerjunker. Του ανατέθηκε να γράψει μιαν ιστορία του Μεγάλου Πέτρου τον οποίο θαύμαζε, αλλά αυτός έγραψε την Ιστορία [της εξέγερσης] του Πουγκατσόφ, ένα μυθιστόρημα με συναφές θέμα (Η κόρη του λοχαγού), το ημιτελές μυθιστόρημα Ντουμπρόβσκι και άλλα ελάσσονα έργα, που έμειναν επίσης ημιτελή.
Το τέλος
Ο Ζωρζ ντ’ Αντές (Georges d’Anthès) ήταν Γάλλος εμιγκρέ, αξιωματικός της φρουράς στην Αγία Πετρούπολη. Γνωρίστηκε με το ζεύγος Πούσκιν και φλέρταρε αρκετά φανερά την Ναταλία. Ο Πούσκιν απείλησε τον ντ’ Αντές και τότε ο τελευταίος παντρεύτηκε την αδελφή της Ναταλίας, Εκατερίνα Γκοντσάροβα. Οι φήμες όμως και τα ανώνυμα γράμματα δεν σταματούσαν, με συνέπεια να γράψει ο ποιητής ένα προσβλητικό γράμμα στον θετό πατέρα του ντ’ Αντές, τον Ολλανδό επιτετραμμένο βαρώνο Heeckeren.
Η μονομαχία που ακολούθησε ήταν η τελευταία από τις πολυάριθμες του Πούσκιν. Τραυματίστηκε στο στομάχι και σε δύο μέρες πέθανε.
Αποτίμηση
Ο Νικολάι Γκόγκολ έγραψε για τον Πούσκιν: Ο Πούσκιν ήταν για όλους τους ποιητές σαν μια ποιητική φλόγα που έπεσε απ’ τα ουράνια και από την οποία σαν κεράκια άναψαν άλλοι αυτοφυείς ποιητές. Γύρω του διαμορφώθηκε ολόκληρος αστερισμός. O Μαξίμ Γκόρκι είπε για αυτόν: Για μας τους Ρώσους ο Πούσκιν είναι η αρχή κάθε αρχής.