Φειδίας -Το Χρυσελεφάντινο Άγαλμα της Θεάς Αθηνάς στον Παρθενώνα.
Ο Φειδίας, όπως μας παραδίδεται από τον Πλούταρχο, είχε τη συνολική εποπτεία του Περίκλειου προγράμματος για την Αθήνα και την Αττική. Αναμφίβολα, αυτός σχεδίασε τη γλυπτική σύνθεση του Παρθενώνα και πιθανόν και άλλων ναϊκών οικοδομημάτων, ενώ φιλοτέχνησε, μεταξύ άλλων, το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς. Ο Φειδίας ήταν Αθηναίος και δάσκαλοί του λέγεται ότι υπήρξαν ο Ηγίας ή Ηγησίας και ο Αργείος Αγελάδας. Το άγαλμα, κολοσσικών διαστάσεων κατασκευασμένο από τόσα πλούσια υλικά, ελεφαντόδοντο, χρυσό και άλλων πολύτιμων μετάλλων συμβολίζει όχι μόνο την ευγνωμοσύνη των Αθηναίων στην Παρθένο Θεά, αλλά την προβολή του μεγαλείου και του πλούτου της Αθήνας του Χρυσού Αιώνα του Περικλή, την προσπάθεια επιβολής στους συμμάχους της, αλλά και διεκδίκησης της ηγετικής θέσης της ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις κράτη.
Το Χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου βρισκόταν στο σηκό του Παρθενώνα, στραμμένο προς την ανατολική θύρα και πλαισιωμένο στα πλάγια και πίσω από δίτονη δωρική κιονοστοιχία. Μπροστά από το λατρευτικό άγαλμα της Παρθένου, εκτεινόταν, μέχρι την πόρτα μια ρηχή δεξαμενή με νερό. Το νερό δημιουργούσε τις κατάλληλες συνθήκες εργασίας για το ελεφαντόδοντο και ενδεχομένως αντανακλούσε φως από την είσοδο, ενώ έχουν βρεθεί ενδείξεις για την ύπαρξη παραθύρων δεξιά και αριστερά από την πόρτα και το φως που εισερχόταν από αυτά έφτανε, περνώντας μέσα από την κιονοστοιχία, στο άγαλμα. Το άγαλμα ήταν έτοιμο για τα εγκαίνια του ναού το 438π.Χ. Η μορφή του μας είναι γνωστή από τον Πλίνιο και διάφορες αρχαίες περιγραφές και αντιγραφές, καθώς το αυθεντικό άγαλμα μεταφέρθηκε πιθανότατα στην Κωνσταντινούπολη όπου καταστράφηκε.
Η Θεά εικονίζεται ένοπλη, με Νίκη στο δεξί της χέρι, προτεταμένο και στηριγμένο σε μικρό κίονα ή σε δέντρο, σύμφωνα με ορισμένα νομίσματα, ενώ με το αριστερό κρατούσε ασπίδα, όρθια δίπλα στο αριστερό της πόδι. Κατά πάσα πιθανότητα η Νίκη στεκόταν στην παλάμη της Αθηνάς και αποτέλεσε το πρότυπο μίμησης των χρυσών Νικών που τοποθετήθηκαν ως αναθήματα στην Ακρόπολη. Η Θεά φορά ένα πέπλο με μακρύ απόπτυγμα που ζώνεται με έναν χαρακτηριστικό για τη θεά τρόπο. Η στάση του αριστερού ποδιού της παραπέμπει στην τεχνική των πρώιμων κλασικών μορφών. Σύμφωνα με τον Παυσανία, το κράνος είχε σφίγγα στο κέντρο και ανάγλυφους γρύπες σε κάθε πλευρά, ενώ τα αντίγραφα δείχνουν ότι το κράνος είχε τρία λοφία και ότι τα στηρίγματα των πλαϊνών ήταν φτερωτά άλογα. Στο στήθος της Αθηνάς, πάνω στην Αιγίδα, ήταν τοποθετημένο ένα ελεφάντινο κεφάλι μέδουσας. Το δόρυ της στηριζόταν όρθιο στο έδαφος και εν μέρει στον αριστερό της ώμο. Η ασπίδα της ήταν εξωτερικά διακοσμημένη με ανάγλυφη παράσταση της Αμαζονομαχίας και μάλιστα ο Φειδίας είχε δώσει σε δύο από τις μορφές που αντιμάχονταν τις Αμαζόνες, τα χαρακτηριστικά τα δικά του και του Περικλή. Ο εσωτερικός διάκοσμος της ασπίδας, περιλάμβανε γραπτή παράσταση της Γιγαντομαχίας και στα πέδιλά της εικονιζόταν ανάγλυφα η Κενταυρομαχία. Επίσης, στο εσωτερικό κουλουριαζόταν ένα φίδι. Στη βάση του αγάλματος είχε φιλοτεχνήσει την αναπαράσταση του μύθου της Πανδώρας. Στην αποτύπωση αυτού του μύθου ο Πλίνιος προσθέτει ότι στη γέννηση παρευρίσκονταν είκοσι θεοί και ότι στην όψη των πελμάτων εικονιζόταν η μάχη Λαπιθών και Κενταύρων.
Το συνολικό ύψος του αγάλματος ανερχόταν σύμφωνα με τον Πλίνιο στα 11.5μ.(26 πήχεις). Τα γυμνά μέρη της σύνθεσης ήταν κατασκευασμένα από ελεφαντοστό και τα ντυμένα από αποσπώμενα φύλλα χρυσού. Το αυθεντικό έργο έχει καταστραφεί, αλλά σώζονται αντίγραφά του, ένα στο Pergamon Museum του Βερολίνου και δύο άλλα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, η Αθήνα του Βαρβακείου που σώζει και τη Νίκη και η Αθηνά Lenormant, το οποίο διατηρεί τμήμα από τη γέννηση της Πανδώρας.
Χριστιάνα Οικονόμου-απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης του ΕΚΠΑ-Mphil in Theatrical Studies