
Το έργο διαδραματίζεται σε ένα μεσοαστικό περιβάλλον στα προάστεια του Λονδίνου. Κύριοι πρωταγωνιστές είναι ο Ρίτσαρντ και η Σάρα, που καθημερινά μιλούν με απόλυτη φυσικότητα για τις εξωσυζυγικές τους σχέσεις, μέχρι να αποδειχθεί, ότι δεν έχουν παρεισφρύσει τρίτα πρόσωπα στο γάμο τους και οι υποτιθέμενοι εραστές τους είναι πλασματικοί χαρακτήρες, ρόλοι τους οποίους υποδύονται οι ίδιοι στα πλαίσια ενός θεατροποιημένου ερωτικού παιχνιδιού. Στον «Εραστή», όπως και στη συντριπτική πλειονότητα των έργων του Χάρολντ Πίντερ, οι γυναίκες παρουσιάζονται, ιδιόρρυθμες και δεσποτικές, ένα είδος απειλής ευνουχισμού για τους άνδρες, που πυροδοτεί τις ανασφάλειές τους, ταυτόχρονα όμως πιο ευπροσάρμοστες στις απαιτήσεις της καθημερινότητας ή μιας νέας, άγνωστης και αχαρτογράφητης για εκείνες κατάστασης, την οποία όχι μόνο αποδέχονται, αλλά και συντηρούν ακόμη και αν χρειαστεί να υιοθετήσουν ένα διαφορετικό προσωπείο. Η Σάρα, μεταμορφώνεται από μία τυπική γυναίκα της μεσοαστικής τάξης σε σεξουαλικά απελευθερωμένη ερωμένη, ενώ ο άνδρας της αδυνατεί να ανταπεξέλθει ολοκληρωτικά στο νέο του ρόλο, καθώς αισθάνεται ότι χάνει την ισχύ του ως σύζυγος, που είναι άλλωστε ο πραγματικός του ρόλος και κατά συνέπεια την ασφάλεια και την τάξη του συμβατικού έγγαμου βίου. Βιώνοντας λοιπόν μια συνεχόμενη εσωτερική πάλη ανάμεσα στο φυσιολογικό, όπως αυτό ορίζεται από τις ηθικές επιταγές του κοινωνικά οργανωμένου τρόπου ζωής και στην εγγενή του σεξουαλική ταυτότητα, την οποία θέλει να καταπνίξει, προβαίνει κατά τη διάρκεια ενός ερωτικού-θεατρικού τους δρωμένου σε μια ύστατη προσπάθεια να αποδράσει από μια σεξουαλικότητα την οποία δεν του επιτρέπουν οι κοινωνικοί κανόνες να εξωτερικεύει και να επιστρέψει σε έναν επιφανειακά ευτυχισμένο γάμο, τερματίζοντας την αναπαραγωγή της δραματοποίησης των ερωτικών τους φαντασιώσεων. Η απόπειρά του, εν τέλει προσκρούει τόσο στην άρνηση της γυναίκας του, όσο και στην υπερίσχυση των ατομικών του παθών και στον εθισμό στη νέα σεξουαλική ζωή που έχει θεμελιωθεί στους δικούς τους κανόνες και ανταποκρίνεται στην ανάγκη τους για απόδραση από το μονότονο έγγαμο βίο και τη φθοροποιό επίδραση του χρόνου στη φύση και στην ποιότητα της σχέσης τους και κυρίως της ερωτικής τους ζωής.
Στα πλαίσια των νέων ταυτοτήτων που επινοούν, βλέπουν ο μεν Ρίτσαρντ στη γυναίκα του μια φτηνή «πόρνη», αθυρόστομη και χωρίς ίχνος αιδούς, πολύ μακριά από το πρότυπο της εκλεπτυσμένης και πνευματώδους συζύγου του, χωρίς παράλληλα να παύει να τονίζει τη διχοτόμηση του θηλυκού αρχέτυπου σε αδιαπέραστη και αινιγματική Παρθένα και την ίδια στιγμή σε εξουσιαστική πόρνη. Από την άλλη πλευρά, η Σάρα στο πρόσωπο του άνδρα της επιλέγει να αναγνωρίζει αποκλειστικά και μόνο έναν εραστή, που επιβεβαιώνει το γυναικείο εγωϊσμό και τη φιλαρέσκειά της, μειώνοντας τον άνδρα της ως νόμιμο σύζυγο και εκθειάζοντάς τον ως εραστή,(και πάλι παρατηρούμε το στοιχείο του δυϊσμού) ώστε με τη χειριστική συμπεριφορά της να σταθεροποιήσει το καθεστώς άσκησης επιρροής και ελέγχου επάνω του.
Έως το σημείο της παροδικής «επανάστασης» του Ρίτσαρντ, οι ήρωες απλά ακροβατούσαν στη διελκυστίνδα της πραγματικότητας και της ψευδαίσθησης, ενσωματώνοντας το παιχνίδι των ρόλων στη ρουτίνα τους, χωρίς όμως να διαταράσσεται, επιφανειακά, τουλάχιστον, η εύθραυστη ισορροπία του γάμου τους και η πλήρης αποδόμηση της προσωπικότητάς τους. Ωστόσο, η συναισθηματική αυτή έκρηξη επέφερε την κατάργηση κάθε ρεαλιστικού στοιχείου στη ζωή τους και οδήγησε στη συγχώνευση των δύο πτυχών του έγγαμου βίου, του οικιακού(ρεαλιστικού) και του παθιασμένου(πλασματικού), σε μία εντελώς ψευδαισθητική κατάσταση και περιχαράκωση του ζεύγους στον κόσμο των ερωτικών του φαντασιώσεων, ενός εκούσιου εσωτερικού διανοητικού εγκλεισμού του.
Η σκηνοθετική γραμμή ανταποκρίνεται στην αφηγηματική λιτότητα και σκηνική οικονομία, χαρακτηριστικό στοιχείο των έργων του Πίντερ, που επεκτείνεται και στη συγκρότηση του σκηνικού χώρου, η σύνθεση του οποίου, περιοριζόταν σε ελάχιστα αντικείμενα, τα απολύτως απαραίτητα για την προώθηση της πλοκής, ενώ η οπτικοποίηση άλλων αρχιτεκτονικών μερών ή εξωτερικών χώρων γινόταν με τη λεκτική περιγραφή και αναπαράστασή τους ή τη χρήση της χειρονομίας από τους ηθοποιούς. Εξάλλου, ο σκηνικός χώρος του έργου, όπως υποδεικνύεται από τον ίδιο τον συγγραφέα, οριοθετείται από τον κλειστό, εσωτερικό τόπο του οικιακού βίου, του domus, που με την παντελή έλλειψη παρουσίασης εξωτερικών σκηνών, αντανακλά τον εγκλωβισμό των ηρώων στο ψευδαισθητικό διανοητικό οικοδόμημα που έχουν πλάσει ως καταφύγιο από τη συνεχή επανάληψη των ίδιων καταστάσεων και το αμετάβλητο περιβάλλον της μεσοαστικής τάξης στην οποία εντάσσονται. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι η κορύφωση του σεξουαλικού τους παιχνιδιού λαμβάνει χώρα κάτω από το τραπεζάκι του τσαγιού, κατεξοχήν σύμβολο της μεσοαστικής τάξης της Αγγλίας.
Η μετάβαση από τη μία εικόνα στην άλλη, πραγματοποιήθηκε με την αλλαγή του φωτισμού και της μουσικής επένδυσης, αντιπροσωπευτικής της ψυχικής διάθεσης ή των σημαινομένων της λεκτικής επικοινωνίας των δύο μερών και η σημασία της έννοιας του χρόνου για την εξέλιξη της πλοκής και της συντήρησης του παιχνιδιού των ρόλων, μέσω του προγραμματισμού των ερωτικών συνευρέσεων αισθητοποιείται με ένα μεγάλο ρολόι σε περίοπτη για το θεατή θέση. Με ευλαβική συνέπεια στο κείμενο του Χάρολντ Πίντερ, οι δύο υποκριτές-σκηνοθέτες αξιοποίησαν το τύμπανο για να δημιουργήσουν την ατμόσφαιρα μίας πρωτόγονης τελετής γονιμότητας με σχεδόν βακχικά χαρακτηριστικά, με σκοπό την ανάδειξη των ορμέμφυτων σεξουαλικών ενστίκτων και παθών του ανθρώπου. Στο ίδιο κλίμα κινείται η χρήση της μάσκας, η οποία αφενός χρησιμοποιείται από τη Σάρα, όταν περιμένει τον σύζυγο-Εραστή της, σηματοδοτώντας, σε συνδυασμό με την αλλαγή αμφίεσης, την έναρξη του θεατρικού παιχνιδιού, αφετέρου εξυπηρετεί την πρόσληψη μίας νέας περσόνας, που προϋποθέτει την απεμπόληση των συμβατικών ιδιοσυστασιακών ιδιοτήτων της προγενέστερης ταυτότητας του ατόμου και της κοινωνικής του υπόστασης, συμβάλλοντας στην απελευθέρωσή του από τις κοινωνικές συμβάσεις και στην ενίσχυση της εξωτερίκευσης του ερωτικού του ενστίκτου. Τέλος, η ερμηνεία των ηθοποιών, δηλωτική των ψυχικών διακυμάνσεων, των ρόλων που επιτελούν και που αλληλοδιαπλέκονται στα ασαφή όρια πραγματικότητας και φαντασίας καθιστά το θεατή μέτοχο του παιχνιδιού της εναλλαγής των ρόλων, με αποτέλεσμα να φεύγει από την παράσταση προβληματισμένος για τη φύση των διαπροσωπικών σχέσεων, την υποκειμενικότητα της έννοιας «πραγματικότητα» και τον εσώτερο εαυτό του, αποκομμένο από τις κοινωνικές συμβατικότητες και τους δοτούς κανόνες συμπεριφοράς.
Σκηνοθεσία: Μάκης Αρβανιτάκης
Σάρα: Μέμη Αναστασοπούλου
Ρίτσαρντ: Νίκος Σιναρέλλης
Γαλατάς: Πάνος Μιχελής
Χριστιάνα Οικονόμου. Πτυχιούχος του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης του ΕΚΠΑ-Κάτοχος MPhil στις Θεατρικές Σπουδές.