Η ποιητική συλλογή της Στεφανίας Γκουρνέλου «Του Απηνούς Νου» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Flisvospublics συνιστά μια έκφραση υπαρξιακών προβληματισμών για το ταξίδι της ζωής, τον φόβο του θανάτου, και μια ανατομική αποτύπωση των ανθρώπινων σχέσεων. Η κατάδυση αυτή στον κόσμο των αισθήσεων, του ονείρου και του πάθους, συμπληρώνεται από τις εικαστικές δημιουργίες του ζωγράφου και συγγραφέα Mike Τζαμαλή. Ας επιχειρήσουμε να διεισδύσουμε στα δομικά στοιχεία του ποιητικού οικοδομήματος «Του Απηνούς Νου» εξετάζοντας ορισμένα χαρακτηριστικά ποιήματα. Ο Άγνωστος Τόπος αποτελεί ένα συμβολικό ποιητικό τοπίο του ανθρώπινου βίου, που κυριαρχείται από ανερμάτιστες και αναιτιολόγητης τέλεσης πράξεις στο νοητικό πεδίο του ποιητικού υποκειμένου(Πολεμάς, δε γνωρίζεις γιατί), αλλά και ένα σύνολο εσωτερικών αναγκών που προσκρούοντας σε εξωγενείς παράγοντες, οι οποίοι κατά κόρον συνδέονται με το στοιχείο της έλλειψης,(π.χ. αγαπάς, μα δεν έχεις κανέναν, Και διψάς… δεν υπάρχει νερό), οδηγούν σταδιακά το ποιητικό υποκείμενο, όπως περιγράφεται στο ποίημα «Ψευδής Αίσθηση», στη συναισθηματική αποστασιοποίηση από τους ανθρώπους και στην αδυναμία της απόλυτης εναρμόνισής τους με τις συνήθειες και τις συλλογικές νοοτροπίες των μελών του οργανωμένου κοινωνικού βίου (Με μαγεύουν οι στιγμές οι ανθρώπινες, γιατί ίσως ποτέ να μη τις γνώρισα κι αυτό γιατί εγώ δε θέλησα να συστηθώ). Εντούτοις, η άγνωστη τροπή του ανθρώπινου βίου δίχως διαβεβαιώσεις για την πορεία και την εξέλιξή του δεν λειτουργεί ως ανασταλτικός παράγοντας για την ανθρώπινη δράση. Η δημιουργός προσεγγίζει τη ζωή και τις πολυδιάστατες εκφάνσεις της μέσα από ένα οπτικό πρίσμα αισιοδοξίας, το οποίο υπερβαίνει ψυχικά ελλείμματα, εσωτερικές συγκρούσεις και φοβικά σύνδρομα, αφού ακόμη κι όταν επέλθει ο βιολογικός θάνατος με τη φθορά του υλικού σώματος, η ψυχή θα απελευθερωθεί από τους περιορισμούς της φθαρτότητας και θα μετοικήσει μετουσιωμένη σε μια άυλη οντότητα στον χώρο του πνευματικού φωτός. Από την άλλη πλευρά, στην περίπτωση της ψυχικής αποσάθρωσης, το σώμα παραμένει ζωντανό, και δύναται, αλληλεπιδρώντας με το πνεύμα, να αποτελέσει δεξαμενή άντλησης δύναμης για την επίτευξη της ψυχικής ανάτασης και της επανένωσης των δύο υποστάσεων της ανθρώπινης ύπαρξης σε μία ενιαία, υγιή και δυνατή οντότητα: Σου τελειώνει η ζωή, μα τα όνειρα μένουν. Κ’ έτσι σπάν’ τα δεσμά και στο φως πάλι βγαίνουν. Σου τελειώνει η ψυχή και.. το σώμα σου μένει. Ένας από τους κεντρικούς άξονες του Απηνού Νου καθίσταται ο φόβος και ειδικά η πιο σαρωτική, για την ανθρώπινη ψυχή, μορφή του, εκείνη του θανάτου, με την εν δυνάμει ιδιότητα της κατάλυσης της συνθήκης της ίδιας της ζωής (Κι έζησε περιμένοντας το θάνατο. Κι όποιος ζει περιμένοντας το θάνατο ξεχνά πως ζει.) Στο ποίημα, Ο Δυνάστης, ο φόβος χαρακτηρίζεται ως «Δυνάστης Ψυχών σε σκλαβοπάζαρο ονείρων» που φωλιάζει στο υποσυνείδητο του νοητικού οικοδομήματος του ατόμου και δραπετεύει με την πρώτη ευκαιρία στην οποία ο εγκέφαλος δέχεται αρνητικά ερεθίσματα από τα νευρικά κύτταρα, για να μεγαλοποιήσει ή να διαστρεβλώσει το μέγεθος και την ουσία των γεγονότων που αντιμετωπίζει ως ένα είδος απειλής για τη διατήρηση ορισμένων σταθερών συνιστωσών του βίου του, όπως, επί παραδείγματι, της σωματικής του υγείας, της ψυχικής του ισορροπίας ή της υλικής του ευμάρειας. Η απώλεια του αυτοελέγχου και η διατάραξη των μηχανισμών αυτορρύθμισής του έχουν ως αποτέλεσμα όχι μόνο την ψυχολογική αποσταθεροποίηση του ανθρώπινου όντος, αλλά και τη διάρρηξη των σχέσεών του με το υγιές κομμάτι του κοινωνικού του περιβάλλοντος και την αποστροφή των πραγμάτων ή των δραστηριοτήτων που στο παρελθόν αποτελούσαν φωτεινές και ζωογόνες σελίδες της ζωής του. Έπαιρνε μορφές(ο φόβος) που σκοτείνιαζαν το βλέμμα τόσο, που το φως εχθρός τους φάνταζε. Ο φόβος σε συνδυασμό με την συχνά έμφυτη τάση του ατόμου για αναβλητικότητα αποτελούν τροχοπέδη για την αυτοπραγμάτωση του ατόμου καθώς και για τη διεξαγωγή ενός ολοκληρωμένου βίου: Να περνούν οι μέρες, σιωπηλοί περαστικοί κι εσύ να τις χαζεύεις. Να διαβαίνουν τα όνειρα, σκυφτοί επαίτες κι εσύ να τ’ αγνοείς… Ο άνθρωπος αιχμάλωτος των απατηλών νοητικών πληροφοριών με τις οποίες τον τροφοδοτούν οι αισθήσεις του, παγιδεύεται στη δίνη της νοητικής σύγχυσης και αδράνειας παύοντας να λειτουργεί με γνώμονα τον ορθό λόγο, αλλά την απελπισία της ματαιότητας. Ο χρόνος για τον φοβικό άνθρωπο επαναλαμβάνεται κυκλικά και προσλαμβάνει επαναληπτικό χαρακτήρα, χωρίς εξέλιξη, ανατροπές ή κίνητρο. Σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις, το άτομο προσδοκά τη λυτρωτική έλευση ενός Μεσσία, ακόμη κι αν αυτός ταυτίζεται με το θάνατο, ενώ το ίδιο αυτοπεριθωριοποιείται υιοθετώντας τον ρόλο του απράγμονα θεατή. Να περνούν οι μέρες, σιωπηλοί περαστικοί κι εσύ να τις χαζεύεις. Να διαβαίνουν τα όνειρα, σκυφτοί επαίτες κι εσύ να τ’ αγνοείς… Τέλος, σε δεσπόζον δομικό συστατικό του ποιητικού κόσμου της δημιουργού, αναδεικνύεται ο έρωτας, που έχει το χαρακτηριστικό της παντοδυναμίας(αγάπη παντοκράτορη), καθώς μπορεί να δημιουργήσει ένα μικρό κοσμικό υποσύνολο, μια μικρογραφία της απεριόριστης συμπαντικής κατασκευής στα γήινα συμφραζόμενα, που μοιάζει να εγγυάται την ύπαρξη της μίας πλευράς της ερωτικής σχέσης με την ανακάλυψη, αναψηλάφηση και επιβεβαίωση του εαυτού μέσα από τη ματιά του έτερου και συγχρόνως συμβάλλει στην ένωση με το Θείο και τη φύση. Σε είδα να με κοιτάς και ένιωσα ότι υπάρχω. Όχι γιατί κατάφερες να με δεις αλλά γιατί κατάφερες, να με δω εγώ. Γιατί στα μάτια των ανθρώπων κρύβεται ο Θεός, γιατί στα μάτια των ανθρώπων όλα φανερώνονται.
Χριστιάνα Οικονόμου, Φιλόλογος, κάτοχος MPHil στις Θεατρικές Σπουδές.