Αναγέννηση.
Θα προσπαθήσουμε να εξερευνήσουμε τα χαρακτηριστικά και τις κοινωνικές και τεχνοτροπικές μεταβολές που σημειώθηκαν στην πιο σημαντική περίοδο της δυτικής τέχνης
Συμβατική χρονική διαίρεση: ( Χρησιμοποιώ τη διαίρεση των ορίων που υιοθετεί η Μαρίνα Λαμπράκη –Πλάκα)
Πρωτοαναγέννηση: 14ος αι. (Trecento)
Πρώιμη Αναγέννηση:15ος αι. (Quattrocento)
Ώριμη ή Κλασική Αναγέννηση :1500-1527(Cinquencento)
Όψιμη Αναγέννηση ή Μανιερισμός :1527-1600 (Cinquentecento)
Η ιδέα μιας πολιτισμικής Αναγέννησης, άμεσα συνυφασμένης με την αναβίωση του μεγαλείου της Ρώμης είχε αρχίσει να καλλιεργείται στο ιταλικό έδαφος ήδη από την εποχή του Τζόττο, έναν καινοτόμο ζωγράφο που απέκοψε βίαια και δραματικά τη δυτική ζωγραφική από την κυρίαρχη βυζαντινή παράδοση, εγκαινιάζοντας μία νέα περίοδο στην οποία δεσπόζει η τρισδιάστατη απόδοση της οπτικής πραγματικότητας εξαλείφοντας την τεχνική της απεικόνισης ενός υπερβατικού χώρου με δύο διαστάσεις, τη manierabizantina. Το έργο του Giotto di Bondone διέπει ένας βαθύς ανθρωπισμός, ενώ οι μορφές του διακρίνονται για την ογκηρότητα και την ατομική τους υπόσταση. Η επιστροφή στην παρατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος, η εικονιστική αποτύπωση της τρίτης διάστασης , η μελέτη της πλαστικότητας των σωμάτων που τον οδήγησε στην αναπαράστασή τους ως αγαλμάτινες φιγούρες αποτελούν μερικά από τα χαρακτηριστικά της τεχνοτροπίας του που μαρτυρούν την ασυνείδητη επίτευξη της σύζευξης των καλλιτεχνικών ρευμάτων της εποχής του με την τέχνη της κλασικής αρχαιότητας. Η καλλιτεχνική αυτή φυσιογνωμία απέσπασε τη ζωγραφική από τη ρηχή αβρότητα του «διεθνούς γοτθικού ύφους» και από τις υστερογοτθικές συμβάσεις και της μετακένωσετη ζωντάνια που είχε απωλέσει .
Το 1855, ο Γάλλος ιστορικός Michelet εισάγει τον όρο «Αναγέννηση»(Renaissance), χρησιμοποιώντας τον, όχι πλέον για να περιοριστεί στην περιγραφή της αναβίωσης των κλασικών σπουδών ή των αισθητικών χαρακτηριστικών που συνθέτουν το εικαστικό εκείνο ύφος που αντλεί τις θεματικές του από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, αλλά για οριοθετήσει χρονικά μία συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. «Η Αναγέννηση ξεκινά ως μια βαθιά έως άδικη αντίδραση προς οτιδήποτε μεσαιωνικό, το οποίο θα χαρακτηριστεί συλλήβδην ως βάρβαρο, θέλοντας η ίδια να επιστρέψει εκ νέου στην κλασικότητα και τον υψηλό χαρακτήρα του αρχαίου κόσμου».Ο συγκερασμός κλασικιστικών και φυσιοκρατικών τάσεων, φυσικής μορφής και αισθητικού κανόνα αποκρυσταλλώνει την πεμπτουσία της κλασικής τέχνης της Ώριμης Αναγέννησης. Η Αναγέννηση «κληρονόμησε από την αρχαιότητα την καλλιτεχνική θεωρία της μίμησης μ’ όλες τις αποχρώσεις», «μία νέα αντίληψη που αποδίδει στη ζωγραφική τη λειτουργία του καθρέφτη που αντανακλά εικόνες» , αλλά με μία ανανεωμένη μορφή της πλατωνικής μίμησης.
Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ιστορικής περιόδου που καλείται Αναγέννηση εμφανίζονται αρχικά στην Ιταλία το 14ο αιώνα, κυριαρχούν κατά τη διάρκεια του 15ου και αποκρυσταλλώνονται στην πρώιμη φάση του 16ου αιώνα, ενώ το κίνημα αυτό της πολιτισμικής παλιγγενεσίας εξαπλώνεται σταδιακά σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο. Η χρήση της λέξης rinascita από Τζόρτζιο Βαζάρι για πρώτη φορά στα μέσα του 16ου αιώνα αποσκοπεί στην αποτύπωση της ανανέωσης (renovatio) της πνευματικής δημιουργίας. Όπως τόνισε ο ΤζόρτζοΒαζάρι, σε συνεχή προσπάθεια των εκπροσώπων του καλλιτεχνικού φαινομένου της Αναγέννησης, ανάγεται ο γόνιμος ανταγωνισμός με την ανυπέρβλητη τέχνη της Αρχαιότητας. Η προσέγγιση ή ακόμη και η υπέρβαση της εικαστικής αξίας των αρχαίων προτύπων, σηματοδοτεί, σε συνδυασμό με την παρατήρηση του φυσικού κόσμου και την ενσωμάτωσή του στο έργο τέχνης, την εκπλήρωση των σταδίων ολοκλήρωσής του καλλιτεχνικού έργου, δημιουργώντας την “perfetta regola dell’arte” . Η ιδεαλιστική χροιά της μεσαιωνικής τέχνης είχε οδηγήσει στην απομόνωση και το αισθητικό κριτήριο που αντλούσε τη διαμόρφωσή του από την παραπομπή της καλλιτεχνικής μορφής με τα φυσικά πρότυπα. Η φύση αποκτά μυθολογικές διαστάσεις, καθώς στα βουνά και τα φαράγγια αλληλοδιαπλέκονται θεότητες, νύμφες και μούσες, σάτυροι και σειληνοί. Το ειδυλλιακό αυτό τοπίο ενισχύει το ποιητικό αίσθημα των δημιουργών της περιόδου συμβάλλοντας συγχρόνως στη διαμόρφωση ευνοϊκών προϋποθέσεων για την απρόσκοπτη άνθηση και αναδίπλωση του φιλοσοφικού στοχασμού. Οι οικονομικά εύρωστοι προστάτες επέλεγαν την εξιδανικευμένη εξοχή για την κατασκευή πολυτελών επαύλεων που διακοσμούσαν οι πιο διάσημοι ζωγράφοι. Επί μακράς περιόδου η χριστιανική θεολογία έβλεπε μορφές πονηρών δαιμόνων στις πηγές και τα όρη. Για τους Ιταλούς η φύση είχε αποκαθαρθεί από κάθε δαιμονική επίδραση. Είναι πιθανό ότι στον Ύμνο προς τον Ήλιο του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης ,δεν αποτελεί σύμπτωση, η εξύμνηση του Θεού για τη δημιουργία των ουρανίων φωτεινών σωμάτων και των τεσσάρων στοιχείων της φύσεως. Η σύνθεση τοπίων με αυτοτελές ποιητικό περιεχόμενο και ψυχή , όχι απλού αντικατοπτρισμού της επιφάνειας της πραγματικότητας αποτελεί καινοτομία της σχολής της Φλάνδρας που στη συνέχεια επηρέασε την ιταλική καλλιτεχνική δημιουργία.
Στην καλλιτεχνική δημιουργία η επιστροφή στην αρχαιότητα εκφράστηκε με την ανάδειξη της αξίας της οπτικής αναπαράστασης της ανθρώπινης μορφής, που είχε αφοριστεί από τις κυρίαρχες φιλοσοφικές αντιλήψεις. Ειδικότερα η ενσωμάτωση στοιχείων από την περίβλεπτη αρχαία γλυπτική συντελούσε στην αναπαραστατική αποκατάσταση της οργανικής υπόστασης του ανθρωπίνου σώματος. Επίσης, η αξιοποίηση χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της αρχαίας ελληνικής αισθητικής καθίσταται περισσότερο έκδηλη στα αρχιτεκτονικά μνημεία, τα οποία θα ήταν άγνωστα στον αναγεννησιακό κόσμο, χωρίς την πραγματεία του Βιτρουβίου για την αρχιτεκτονική που συνέβαλε στην εξοικείωση των αρχιτεκτόνων της Αναγέννησης με τους κλασικούς ρυθμούς. Η επαφή των δημιουργών με την κλασική αρχιτεκτονική οδηγεί στην κατασκευή οικοδομημάτων που ξεφεύγουν από την ογκηρότητα και τις μεγάλες διαστάσεις του ρωμανικού και γοτθικού ρυθμού καθιστώντας επιτακτική την προσαρμογή της κλίμακας των αρχιτεκτονικών δημιουργημάτων στην ανθρώπινη ανάγκη. «Ορισμένα από τα βασικά χαρακτηριστικά, που εντοπίζονται στα καλλιτεχνικά παράγωγα της Ώριμης Αναγέννησης, είναι η επιδίωξη της συμμετρικής αρμονίας και της ισορροπίας, η σύμπτωση του εσωτερικού με την επιφάνεια, της μορφής με το περιεχόμενο, αλλά και της καλλιτεχνικής σύλληψης με την αισθητοποίησή της στο τελικό αποτέλεσμα, η οποία συνάδει με την αρμονική σύζευξη όλων των εγγενών αντινομιών σε μία ολοκληρωμένη ενότητα. Οι δημιουργοί κατορθώνουν να φτάσουν σε μια ταύτιση της ομορφιάς με την αλήθεια. Συνθετική πληρότητα και πλαστική σαφήνεια, μνημειακή διάθεση και οξύτητα σχεδιασμού, συνεργασία της φόρμας με το χρώμα και της οργάνωσης με την έκφραση, απόλυτη κατοχή της ανατομίας και ολοκληρωμένη κυριαρχία του χώρου, αρμονικός συνδυασμός της κίνησης με τη στάση και του πραγματικού με το ιδεαλιστικό, φτάνουν τώρα στις τελικές τους διατυπώσεις».
Μία από τις πιο καινοτόμες και ριζοσπαστικές κατακτήσεις της τέχνης της Αναγέννησης καθίσταται η προοπτική αποτύπωση των εικονιζόμενων θεμάτων. Η απεικόνιση της κύριας σκηνής στο πρώτο επίπεδο του πίνακα και πίσω της τα ήσσονος σημασίας θέματα, ή οι φιγούρες που λειτουργούν συμπληρωματικά ως προς αυτήν, προσλαμβάνει σχεδόν τυπολογικό χαρακτήρα. Συνεπώς, το νόημα και το μήνυμα που επιδιώκει να εκπέμψει ο δημιουργός στο θεατή οπτικοποιείται, ερεθίζοντας άμεσα τα εγκεφαλικά του κέντρα. Ο άξονας της δημιουργίας αποδίδεται σε κάποια απόσταση από τον παρατηρητή, θέτοντας τα διαχωριστικά όρια ανάμεσα στη σφαίρα της τέχνης και στην πραγματικότητα που βιώνει εμπειρικά ο θεατής. «Η προοπτική στην Αναγέννηση ανάγεται περισσότερο σε μέθοδο ελέγχου της προσοχής του θεατή και μια συνθετική αρχή, παρά ένα μέσο για να επιτευχθεί η οφθαλμαπάτη. Έδωσε στον παρατηρητή την κεντρική θέση του θεατή- υποκειμένου, όμοια όπως καταλαμβάνει ο άνθρωπος την κεντρική θέση μέσα στο σύμπαν. Ο Αλμπέρτι τονίζει ότι η ζωγραφική τέχνη επιδιώκει την αναπαράσταση αποκλειστικά των ορατών υλικών αντικειμένων, υπογραμμίζοντας τον ρεαλιστικό χαρακτήρα της αναγεννησιακής τέχνης. Η επινόηση της γεωμετρικής προοπτικής « θα βοηθήσει το ζωγράφο να υποτάξει το όραμα της φύσης σε μία λογική αρχή και να ιεραρχήσει τα φαινόμενα που απεικονίζει». Με την προοπτική θα μεταφέρει την εντύπωση του τρισδιάστατου χώρου στην επίπεδη επιφάνεια και θα κάνει το ζωγραφικό πίνακα να φανεί σαν ανοιχτό παράθυρο. Το αντικείμενο της καλλιτεχνικής δημιουργίας μετατοπίζεται από τον εσωτερικό στον εξωτερικό κόσμο, καθώς «η απόσταση που παρεμβάλλεται τώρα μεταξύ του υποκειμένου και του αντικειμένου παρατήρησης, ανάλογη με την απόσταση που προϋποθέτει η προοπτική ανάμεσα στο μάτι και τον ορατό κόσμο στην καλλιτεχνική πρακτική-είναι μια απόσταση με διπλή λειτουργία: όχι μόνο αντικειμενοποιεί το θέμα, αλλά εξατομικεύει και το υποκείμενο» .
Η Αναγέννηση δεν εμφανίστηκε ως ένα ενιαίο, ομοιογενές φαινόμενο, αλλά αποτέλεσε πολυδιάστατο ρεύμα με αποκλίνουσες μορφές πρόσληψης και αφομοίωσης, σοβαρές εγγενείς αντιφάσεις και αναχρονισμούς. Κατά την περίοδο αυτή, εκτός της ραγδαίας πολιτιστικής άνθησης, σημειώθηκαν επαναστατικά κινήματα που μετέβαλαν το κανονιστικό πλαίσιο της ζωής των ανθρώπων της εποχής, ανατρέποντας τον αδιαμφισβήτητο χαρακτήρα των παγιωμένων φιλοσοφικών και κοινωνικών ιδεών και των επιστημονικών επιτευγμάτων. Η κατάκτηση της ατομικής ταυτότητας και η συγκρότηση αυτοδύναμης προσωπικότητας αποτέλεσε απόρροια σε μεγάλο βαθμό των πολιτειακών καθεστώτων των ιταλικών κρατιδίων. Η ρήση του σοφιστή Πρωταγόρα, πάντων χρημάτων μέτρων άνθρωπος,συνοψίζει την ιδεολογική μετατόπιση από τον θεοκεντρικό χαρακτήρα της μεσαιωνικής περιόδου σε ένα διανοητικό κατασκεύασμα τον πυρήνα του οποίου συνιστά το άτομο. Κέντρο της νέας τέχνης είναι ο άνθρωπος ως απόλυτη αξία. Η ανθρώπινη μορφή δεν αποδίδεται με συμβατικό και συμβολικό τρόπο, αλλά με ρεαλιστικά τεχνοτροπικάχαρακτηριστικά, όπως προκύπτει από την παρατήρηση της οπτικής εμπειρίας. Τα αρχαία αγάλματα με την περίοπτη σωματικότητά τους αποτελούν μία πρόκληση προς υπέρβαση.
Κατά το Μεσαίωνα, ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται την υπόστασή του αποκλειστικά ως μέλος μίας συλλογικότητας, μίας φυλής, λαού, οικογένειας, παράταξης, συντεχνίας. Την περίοδο της Αναγέννησης όμως και κυρίως στις πόλεις –κράτη που συναποτέλεσαν αργότερα την Ιταλία «αίρεται πλήρως ο αφορισμός του ατομικισμού». Όπως παρατηρεί ο Μπούρκχαρντ, η τυραννία αναπτύσσει κατ’ αρχάς την ατομικότητα του τυράννου στον ύψιστο βαθμό, του ίδιου του κοντοτιέρου και κατόπιν της πνευματικής φυσιογνωμίας που τίθεται υπό την προστασία του. Η εκμετάλλευση των λογίων και των καλλιτεχνών που εντάσσονταν στο ιδιωτικό περιβάλλον των ηγεμόνων ήταν μία συνήθης πρακτική, καθώς με τη συμβολή τους στην πολιτισμική άνθηση του κράτους, ενίσχυαν την εξουσία τους, η οποία στερείτο πολιτικής νομιμοποίησης. Οι ριζικές μεταβολές των κοινωνιολογικών δεδομένων της περιόδου, πιστοποιούν την ανάδυση του φαινομένου της Αναγέννησης όχι ως αυτόνομου καλλιτεχνικού γεγονότος, αλλά ως καρπού ευρύτερων ιδεολογικών ζυμώσεων που άλλαξαν άρδην τα ιδεώδη και η γεωγραφική μορφή του ευρωπαϊκού χώρου. Κατά συνέπεια θα πρέπει νε εξεταστεί σε συνάρτηση με την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου, τη σύσταση εθνικών κρατών, την παρακμή των φεουδαρχικών θεσμών και παράλληλα την άνοδο της αστικής τάξης, τη συρρίκνωση της θεοκρατικής κοσμοθεωρίας και του αριστοτελισμού, με αποκορύφωμα την εκδήλωση μεταρρυθμιστικών κινημάτων θρησκευτικού χαρακτήρα