
Το έργο του Tiziano αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της νεοπλατωνικής σκέψης, καθώς συνιστά μια καλλιτεχνική διατύπωση της θεωρίας του Marsilio Fitsino για τις «Δίδυμες Αφροδίτες», Ουράνια και Πάνδημο. Στον πίνακα δεσπόζει η συμμετρική παρουσία δύο γυναικών με κυρίαρχη τη γυμνή μορφή που φέρει ένα αγγείο στο οποίο καίει ουράνιο πυρ. Στη σύνθεση η γυμνότητα λειτουργεί ως σύμβολο της περιφρόνησης των υλικών αγαθών και των εφήμερων απολαύσεων, ενώ η άλλη μορφή είναι ενδεδυμένη με ένα πολυτελές φόρεμα και κρατά ένα δοχείο με χρυσό και κοσμήματα, δηλωτικά της ματαιότητας και των εφήμερων απολαύσεων. Το φόντο του πίνακα διαιρείται σε δύο κομμάτια με κριτήρια ηθικολογικού χαρακτήρα (paysage moralisé) ανάλογα με τα ποιοτικά στοιχεία των δύο γυναικών. Στο αριστερό φόντο διακρίνεται μια οχυρωμένη πόλη και δύο κουνέλια, εκφραστικά σύμβολα του ζωώδους έρωτα και της γονιμότητας, ενώ στη δεξιά πλευρά διαφαίνεται ένα λιτό, αγροτικό περιβάλλον όπου δεσπόζει μια Εκκλησία και ένα κοπάδι πρόβατα, εικόνα που μας παραπέμπει στα Αρκαδικά Τοπία και στην εσωτερικότητα, στην ενατένιση του θείου.
Η γυμνή, υψιπετής γυναίκα είναι η «Ουράνια Αφροδίτη», η οποία στο φιλοσοφικό σύστημα του Marsilio Fitsino συμβολίζει την αιώνια, αμετάβλητη και ανέγγιχτη από τη φθοροποιό επίδραση της ύλης, Ιδέα της ομορφιάς. Η έτερη μορφή, η «Πάνδημος Αφροδίτη», η ζωοδότρια δύναμη, δημιουργεί τις απτές και φθαρτές αντανακλάσεις του θείου κάλλους στο γήινο κόσμο. Η απεικόνιση του Έρωτα, που ανακατεύει το νερό της στέρνας, ανάμεσα στις δύο θεές εκφράζει τη νεοπλατωνική αντίληψη ότι ο έρως αποτελεί μια αρχή κοσμικής πρόσμιξης, μία διάμεσο μεταξύ ουρανού και γης. Η «Ουράνια Αφροδίτη», Venus Coelestis, είναι κόρη του Ουρανού, δεν έχει μητέρα, γεγονός που την κατατάσσει σε μια άυλη διάσταση, ενώ τόπος κατοικίας της είναι η ανώτερη συμπαντική ζώνη, ο Κοσμικός Νους. Η ομορφιά που αντιπροσωπεύει είναι η πρωταρχική και συμπαντική ακτινοβολία της θεότητας. Η Πάνδημος Αφροδίτη, Venus Vulgaris, είναι κόρη του Δία και της Ήρας και κατοικεί στο μεταίχμιο μεταξύ του Κοσμικού Νου(ένα νοητό και υπερουράνιο κόσμο όπου ζει ο Θεός ακατάλυτος και σταθερός) και στον επίγειο κόσμο, στη σφαίρα δηλαδή της Κοσμικής Ψυχής και συμβολίζει μια επιμέρους εικόνα της καθολικής ομορφιάς που πραγματώνεται στον επίγειο κόσμο. Ενώ η Ουράνια Αφροδίτη είναι η intelligentia, η διανόηση, η Πάνδημος Αφροδίτη ενσαρκώνει την ιδέα μιας ζωοποιού δύναμης,( vis generandi), η οποία παράγει ή μορφοποιεί τα φυσικά πράγματα, καθιστώντας τη νοητή ομορφιά προσιτή στις ανθρώπινες εγκεφαλικές λειτουργίες. Οι δύο αυτές εκφάνσεις της διάχυτης στο σύμπαν ομορφιάς, που αναφέρονται στο Συμπόσιον του Πλάτωνα θεωρούνται εξίσου σεβάσμιες δυνάμεις, που αλληλοσυμπληρώνονται και είναι απαραίτητες για τη σύλληψη της Ιδέας του Κάλλους, του θείου κάλλους, στα ανθρώπινα νοητικά δεδομένα. Καθεμία από τις δύο θεότητες συνοδεύεται από τον Έρωτα. Ο θείος έρως, amor divinus, επηρεάζει καταλυτικά την ανώτερη λειτουργία του ατόμου, τη νόηση, ωθώντας το στο στοχασμό της νοητής ακτινοβολίας της θείας ομορφιάς. Ο γιος της Πανδήμου Αφροδίτης,amor vulgaris,εξουσιάζει ενδιάμεσες λειτουργίες του ανθρώπου, όπως η φαντασία και οι αισθήσεις. Ο έρωτας ανάγεται σε βασικό άξονα του φιλοσοφικού στοχασμού του Marsilio Fitsino. Για το νεοπλατωνικό απολογητή ο Έρως είναι το όχημα μέσω του οποίου ο Θεός διαχέει την ουσία του στον κόσμο και συγχρόνως η δύναμη που ωθεί τα έμψυχα δημιουργήματά του να επιχειρήσουν την επανένωση μαζί του, ένα πνευματικό κύκλωμα, circuitus spiritualis, με πομπό και δέκτη τόσο το Θεό όσο και τα πλάσματά του. Στο νεοπλατωνικό κόσμο, η γυμνότητα, ειδικά όταν έρχεται σε αντιπαράθεση με το αντίθετό της, σταδιακά συμβόλιζε την αλήθεια και ταυτόχρονα την εγγενή και φυσική ομορφιά ( φυσικό κάλλος, pulchritude innata) σε αντίθεση με επίπλαστες και πομπώδεις χάρες (επείσακτον κάλλος, ornamentum) και τελικά κατέληξε να σημαίνει το Ιδεατό και το Νοητό, την απλή και αληθινή ουσία που υπερτερεί του αισθητού και της μεταβλητότητας. Ενδεχομένως ο Τιτσιάνο επηρεαστηκε από δύο αγαλματικές μορφές του Πραξιτέλη, μιας γυμνής και μιας ντυμένης Αφροδίτης. Η γυμνή Αφροδίτη απορρίφθηκε από τους κατοίκους της Κω και έγινε δεκτή από την Κνίδο της οποίας μετατράπηκε σε μέγα καύχημα.
Ο Πλάτων θεωρούσε τον πάνδημο έρωτα ένα είδος μέθης ή ψυχικής νόσου και τον υποβιβάζει στη βαθμίδα των σωματικών αναγκών που εδράζονται στο επιθυμητικό μέρος της ψυχής και αποτελούν τροχοπέδη για τη νόηση. Είναι όμως έτσι τα πράγματα για τον άνθρωπο; Ένας κόσμος χωρίς έρωτα, ένας ψυχρός κόσμος προγραμματισμένων ανθρώπων που θα είχαν αποτινάξει το ζυγό των ψυχικών και σαρκικών αναγκών θα λειτουργούσε με μεγαλύτερη τάξη και ευρυθμία; Ο συναισθηματικά απονεκρωμένος άνθρωπος θα μπορούσε δυνητικά να αναπτύξει περισσότερο τις νοητικές του ικανότητες και να αποφύγει συναισθηματικές διακυμάνσεις, τον κατακλυσμό από θλιβερά συναισθήματα, ενοχές, υποχωρήσεις, συμβιβασμούς και άλλα αδιέξοδα, προκειμένου να διατηρήσει μία θνησιγενή και εκ προοιμίου καταδικασμένη σχέση; Εν κατακλείδι, αξίζει να χάσει την προσωπικότητά του ή και πολλές φορές την αξιοπρέπειά του για ένα συναίσθημα που έχει τόσο σύντομη ημερομηνία λήξης; Όπως και να έχει οφείλουμε πρωτίστως να αγαπάμε τον εαυτό μας και να προσπαθούμε με κάθε τρόπο να εξελιχθούμε πνευματικά και να διατηρήσουμε την ατομικότητά μας, αποφεύγοντας τοξικότητες και χειριστικές απόπειρες αλλοίωσης του Είναι μας.
Χριστιάνα Οικονόμου. Πτυχιούχος του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης του ΕΚΠΑ. MPhil στις Θεατρικές Σπουδές.